Η Ελληνίδα γίνεται μητέρα όλο και σε μεγαλύτερη ηλικία

Ερευνητές του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας έχουν αναδείξει το κοινωνικό πρόβλημα τεκνοποίησης των Ελληνίδων, τονίζοντας ότι πρέπει να βρεθούν νέοι τρόποι για να επιτευχθεί η συμφιλίωση μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής


Δύσκολη, όσο ποτέ, είναι η προσπάθεια της σύγχρονης Ελληνίδας να γίνει μητέρα. Ο αγώνας για μόρφωση και επαγγελματική αποκατάσταση είναι χρονοβόρος και οι γυναίκες επιχειρούν πλέον να αποκτήσουν παιδί κοντά στην ηλικία των 40 ετών. Οι μελέτες δείχνουν ότι η μέση ηλικία όσων αναζητούν ιατρική υποβοήθηση για αναπαραγωγή είναι τα 35 έτη. Εκτός από τα κοινωνικά αίτια, την προσπάθεια τεκνοποίησης επιβαρύνει το κάπνισμα, η παχυσαρκία και το άγχος.

Οι ειδικοί σημειώνουν ότι οι σύγχρονες γυναίκες έχουν μετακυλίσει κατά μία δεκαετία την ηλικία απόκτησης παιδιού, με τις περισσότερες Ελληνίδες να γίνονται μητέρες κοντά στα 40.

Η βιολογικά καταλληλότερη ηλικία, ωστόσο, είναι από τα 21 έως τα 35 έτη. Από το 35ο έτος της ηλικίας, ξεκινάει η σταδιακή επιδείνωση της ποιότητας των ωαρίων, ενώ στην ηλικία των 44 έως 45 ετών θεωρείται εξαιρετικά δύσκολο να συλλάβει μια γυναίκα. Ειδικά μετά τα 38 χρόνια, σημειώνεται μία σημαντική μείωση του αριθμού των ωαρίων που παράγει μια γυναίκα, ακόμα και με εξωσωματική γονιμοποίηση. Παρά τις βιολογικές δυσκολίες, τέσσερις στις πέντε γυναίκες συλλαμβάνουν, χωρίς πρόβλημα, ακόμη και σε μεγαλύτερες ηλικίες.

Στους άνδρες, η διαδικασία παραγωγής σπέρματος είναι συνεχής, αλλά στις γυναίκες δεν ισχύει το ίδιο. Πριν ακόμη γεννηθούν (στην εμβρυική ζωή), ο αριθμός των ωαρίων μπορεί να φτάσει έως και επτά εκατομμύρια, ενώ η παραγωγή ωαρίων σταματά έπειτα από την 20ή εβδομάδα της κύησης.

Οι ερευνητές έχουν παρατηρήσει πως όταν γίνεται ωορρηξία σε μία μεγαλύτερη γυναίκα, τα ωάρια έχουν περισσότερες χρωμοσωμικές ανωμαλίες, σε σύγκριση με εκείνα μίας νεότερης.

Επιβαρυντικοί παράγοντες
Το φαινόμενο δεν έχει εξηγηθεί επιστημονικά και εκτιμάται ότι οφείλεται στο ότι τα θυλακικά κύτταρα που περιβάλλουν το ωάριο, χάνουν με την πάροδο του χρόνου την ικανότητά τους να προστατεύουν τα ωάρια. Οι ανωμαλίες αποδίδονται και σε χημικές μεταβολές που συντελούνται στον οργανισμό με την πάροδο των ετών.

Ερευνητές του Εργαστηρίου Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, έχουν αναδείξει το κοινωνικό πρόβλημα τεκνοποίησης των Ελληνίδων, τονίζοντας ότι πρέπει να βρεθούν νέοι τρόποι για να επιτευχθεί η συμφιλίωση μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής. Η έρευνα του Εργαστηρίου κατέδειξε ότι οι Ελληνίδες τείνουν να παντρεύονται αργότερα, οι γάμοι είναι λιγότερο σταθεροί σε σχέση με παλαιότερα και οι γυναίκες φέρνουν στον κόσμο τα παιδιά τους σε μεγαλύτερη ηλικία (30 έτη για το 2007 έναντι 28,7 για το 1998).

Επιβαρυντικός είναι και ο ρόλος του στρες στη γυναικεία γονιμότητα. Οι ειδικοί σημειώνουν ότι μπορεί να προκαλέσει ακόμη και διακοπή της περιόδου (αμηνόρροια) και της παραγωγής ωαρίων. Το στρες επιδρά αρνητικά στην ορμονική ισορροπία του γυναικείου αναπαραγωγικού συστήματος.

Ερευνητές επιχείρησαν να αποδείξουν τη σχέση στρες και υπογονιμότητας, αλλά – προς το παρόν – δεν το έχουν κατορθώσει. Το 10% έως 15% των υπογόνιμων ζευγαριών δεν έχουν εμφανές πρόβλημα, όπως φραγμένες σάλπιγγες, ορμονική διαταραχή ή ασθενές σπέρμα. Υπάρχει η υπόνοια ότι η δυσκολία να αποκτήσουν παιδί οφείλεται στο στρες, αλλά δεν μπορεί να «ενοχοποιηθεί» μόνον ο συγκεκριμένος παράγοντας.

Ο ρόλος εναλλακτικών θεραπειών
Αξιολογήθηκε, επίσης, ο ρόλος των εναλλακτικών θεραπειών, όπως η ρεφλεξολογία, η ομοιοπαθητική και η αρωματοθεραπεία, οι οποίες στοχεύουν στον έλεγχο του άγχους και την αποκατάσταση της ισορροπίας του οργανισμού. Η χρήση των συγκεκριμένων μεθόδων δεν αύξησε τα ποσοστά επιτυχίας της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Βελτίωση των αποτελεσμάτων της εξωσωματικής φαίνεται να υπάρχει με τον βελονισμό.

Το στρες μπορεί, πάντως, να αποτελέσει ανασταλτικό παράγοντα για τα ζευγάρια που ακολουθούν μία θεραπεία υποβοηθούμενης αναπαραγωγής.

Οδηγεί σε μία πληθώρα διαταραχών, οι οποίες ξεκινούν από απλή διαφωνία στο σπίτι και να καταλήξει ακόμη και σε εγκατάλειψη της προσπάθειας εξωσωματικής γονιμοποίησης την τελευταία στιγμή, δηλαδή μετά την ωοληψία ή πριν την εμβρυομεταφορά, με μεγάλης έντασης διαπληκτισμούς μπροστά στον ιατρό.

Σύμφωνα με τους ειδικούς, το στρες και η υπογονιμότητα συνθέτουν έναν φαύλο κύκλο, καθώς το στρες μπορεί να οδηγήσει στην υπογονιμότητα και η υπογονιμότητα στο στρες. Το στρες έχει αντίκτυπο και στη σχέση του υπογόνιμου ζευγαριού.

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΕΣ ΣΥΝΗΘΕΙΕΣ ΠΟΥ ΑΥΞΑΝΟΥΝ ΤΗΝ ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΙΚΗ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ

Διακοπή του καπνίσματος. Διατροφή πλούσια σε βιταμίνη C. Αποφυγή της έντονης άσκησης. Διατήρηση του σωματικού βάρους στα φυσιολογικά επίπεδα. Αποφυγή της χρόνιας λήψης φαρμάκων και ειδικά αντιβιοτικών. Αποφυγή στενών εσωρούχων. Αποφυγή της παραμονής σε χώρους με μεγάλη θερμοκρασία. Για τους άνδρες να έχουν σεξουαλική επαφή κάθε 2-3 μέρες, καθώς η σπανιότερη επαφή επιβαρύνει την κινητικότητα ενώ η πολύ συχνή επαφή μειώνει τον αριθμό των σπερματοζωαρίων.

Διαβάστε ακόμη...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *