Η έρευνα, που δημοσιεύτηκε στο τελευταίο τεύχος του ιατρικού περιοδικού για τη νόσο του Αλτσχάιμερ (The Journal of the Alzheimer’s Disease), δείχνει πως η αναζήτηση του ίχνους ενός βιοχημικού δείκτη που ονομάζεται dehydroepiandrosterone (DHEA), συνδέεται με τον εντοπισμό των ατόμων που έχουν νόσο Αλτσχάιμερ σε αρχικό στάδιο.
Η DHEA είναι μια ορμόνη του εγκεφάλου που πρέπει να υπάρχει σε υψηλά επίπεδα στον εγκέφαλο, όπου παρέχει ένα ευρύ φάσμα των ρόλων στη λειτουργία του εγκεφάλου. Οι ασθενείς με τη νόσο του Αλτσχάιμερ στις αρχές φαίνεται να έχουν αφύσικα χαμηλά επίπεδα της ορμόνης στο αίμα τους.
Το τεστ περιλαμβάνει τη διενέργεια μιας χημικής αντίδρασης, αποκαλούμενης οξείδωσης, σε δείγμα αίματος. Η οξείδωση προκαλεί την παραγωγή της DHEA εάν υπάρχουν ίχνη της ορμόνης στο αίμα.
Η μελέτη διαπίστωσε ότι σε ασθενείς χωρίς Αλτσχάιμερ, η διαδικασία οξείδωσης παρήγαγε την ορμόνη, αλλά το αίμα από τους ασθενείς της νόσου του Αλτσχάιμερ δεν παρήγαγε την DHEA.
Ο Δρ Βασίλειος Παπαδόπουλος, διευθυντής του Ερευνητικού Κέντρου Υγείας του Πανεπιστημίου ΜακΓκιλ είπε ότι η εξέταση αυτή χρησιμοποιήθηκε σε 83 ασθενείς, οι μισοί των οποίων βρίσκονταν σε αρχικό στάδιο Αλτσχάιμερ και οι υπόλοιποι μισοί ήταν υγιείς. Η εξέταση εμφάνισε τους πρώτους θετικούς στη νόσο και τους δεύτερους αρνητικούς.
Ο δρ. Παπαδόπουλος αποκάλεσε τα αποτελέσματα «συναρπαστικά», διότι όχι μόνο θα μπορέσει η επιστήμη σύντομα να εντοπίζει τη νόσο Αλτσχάιμερ σε πρώιμο στάδιο αλλά το τεστ θα μπορούσε να βοηθήσει τους γιατρούς να παρακολουθούν την αποτελεσματικότητα των θεραπειών με νέα φάρμακα.
«Μέχρι τώρα, δεν υπήρξε οριστικό διαγνωστικό εργαλείο για το Αλτσχάιμερ, εκτός από την ανάλυση του εγκεφαλικού ιστού», δήλωσε ο Παπαδόπουλος.
Επί του παρόντος, η διάγνωση της νόσου στηρίζεται σε μια αξιολόγηση του οικογενειακού ιστορικού και των συμπτωμάτων. Απόλυτη επιβεβαίωση μπορεί να διεξαχθεί μόνο μέσω της ανάλυσης του εγκεφαλικού ιστού μετά θάνατον.
Ο δρ. Παπαδόπουλος έχει συλλέξει περίπου 400 περισσότερα δείγματα αίματος από άλλους ασθενείς Αλτσχάιμερ. Η ομάδα του θα συγκεντρώσει επίσης δείγματα που θα περιλαμβάνουν ισάριθμους διανοητικά υγιείς ασθενείς για μια ευρύτερη μελέτη.
Η μελέτη συγχρηματοδοτήθηκε από το αμερικανικό Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας και την εταιρεία παρασκευής του τεστ αίματος, την Samaritan Pharmaceuticals.