Μια νέα μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο τεύχος Σεπτεμβρίου του περιοδικού Diabetes Care, διαπιστώνει ότι οι άνθρωποι που είναι παχύσαρκοι, αλλά μεταβολικά υγιείς (δηλαδή έχουν υγιή επίπεδα χοληστερόλης και σακχάρου στο αίμα και κανονική πίεση αίματος), μπορούν να βελτιώσουν ακόμη περισσότερο την κατάσταση της υγείας τους, αν χάσουν μερικά κιλά.
Η μελέτη έρχεται σε αντίθεση με μια προηγούμενη διαπίστωση ότι οι άνθρωποι που είναι παχύσαρκοι αλλά παρόλα αυτά υγιείς μπορεί να χειροτερέψουν την κατάσταση της υγείας τους αν χάσουν βάρος. Αυτό που η νέα μελέτη δεν καταφέρνει είναι να εξηγήσει γιατί μερικοί άνθρωποι καταφέρνουν να είναι παχύσαρκοι αλλά την ίδια στιγμή υγιείς – ή αν σε τελική ανάλυση μπορεί στην πραγματικότητα να ισχύει κάτι τέτοιο.
«Αυτή τη στιγμή, βρισκόμαστε σε μια γκρίζα ζώνη. Είναι πραγματικά δυνατό να είναι κανείς παχύσαρκος αλλά υγιής;», δήλωσε ο Martin Brochu, ερευνητής της παχυσαρκίας στο Universite de Sherbrooke στο Κεμπέκ. «Το θέμα έχει προκαλέσει τεράστια συζήτηση στην επιστημονική κοινότητα».
Παχύσαρκοι αλλά (και) υγιείς
Οι ερευνητές γνωρίζουν εδώ και καιρό ότι το υπερβολικό βάρος δεν επηρεάζει όλους τους ανθρώπους με τον ίδιο τρόπο. Η παχυσαρκία ορίζεται ως ο δείκτης μάζας σώματος (ΔΜΣ) πάνω από 30. Στο γενικό πληθυσμό ο ΔΜΣ πάνω από 30 συνδέεται με πολλά προβλήματα υγείας, όπως τα καρδιαγγειακά νοσήματα και ο διαβήτης. Αλλά τα πράγματα μπορεί να διαφέρουν σε ατομικές περιπτώσεις.
Ξεκινώντας από τη δεκαετία του 1960, οι ερευνητές έχουν κατά καιρούς επισημάνει ότι ορισμένα παχύσαρκα άτομα δεν έχουν τα προβλήματα υγείας που σχετίζονται με το αυξημένο σωματικό βάρος. Κάποιοι έχουν φυσιολογική χοληστερόλη αίματος και φυσιολογική ευαισθησία στην ινσουλίνη, γεγονός που σημαίνει ότι απουσιάζουν οι παράγοντες κινδύνου για καρδιακή νόσο και διαβήτη.
Το 2001 ο Brochu και οι συνεργάτες του έλεγξαν 43 παχύσαρκα άτομα, με καθιστική ζωή και μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες και διαπίστωσαν ότι τα 17 από αυτά χαρακτηρίζονταν ως μεταβολικά υγιή. Η βασική διαφορά μεταξύ των υγιών και των μη υγιών ομάδων; Το πού αποθήκευαν το λίπος. Όσοι ήταν υγιείς είχαν λιγότερο λίπος στην κοιλιά από αυτούς που δεν ήταν.
«Τα λιπώδη κύτταρα στην κοιλιακή χώρα είναι πολύ πιο πιθανό να διασπείρουν περίσσεια λίπους στο αίμα», δήλωσε ο Peter Janiszewski, ερευνητής της παχυσαρκίας από το Πανεπιστήμιο Queen’s, στο Τορόντο.
Αντικρουόμενες μελέτες
Δεν υπάρχει γενικά αποδεκτός ορισμός της μεταβολικής υγείας σε παχύσαρκα άτομα, αλλά οι ερευνητές εκτιμούν ότι ένα ποσοστό μεταξύ του 25 % και 30% των παχύσαρκων έχουν φυσιολογικό μεταβολικό προφίλ. Αυτό που προσπαθούν είναι να κατανοήσουν τι σημαίνει αυτό. Γιατί μερικοί άνθρωποι αντιστέκονται στην αποθήκευση του κακού λίπος στην κοιλιά; Και αν είναι ούτως ή άλλως υγιείς, θα πρέπει να μπουν στον κόπο να χάσουν βάρος;
Μια μελέτη, που δημοσιεύθηκε το 2008 στο περιοδικό Diabetologica, πρότεινε ότι η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα είναι «όχι». Στην εν λόγω μελέτη 20 μεταβολικά υγιείς παχύσαρκες γυναίκες και 24 μεταβολικά υψηλού κινδύνου γυναίκες έκαναν για 6 μήνες δίαιτα για να χάσουν βάρος. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι γυναίκες που ήταν μεταβολικά υγιείς πράγματι παρουσίασαν 13% μείωση της ευαισθησίας στην ινσουλίνη, αφότου είχαν χάσει περίπου το 6 % του σωματικού τους βάρους. Δεδομένου ότι η μειωμένη ευαισθησία στην ινσουλίνη είναι παράγοντας κινδύνου για καρδιακή νόσο και διαβήτη τύπου 2, τα συμπεράσματα πρότειναν ότι η απώλεια βάρους έκανε τις μεταβολικά υγιείς παχύσαρκες γυναίκες λιγότερο υγιείς.
Μία μελέτη βέβαια δεν μπορεί να γίνει δικαιολογία για να ‘’κόψετε’’ το γυμναστήριο. Τον περασμένο μήνα, ο Janiszewski προχώρησε σε μια ακόμη έρευνα, επιχειρώντας να αναπαράγει τα αποτελέσματα της μελέτης του 2008.
Μετά από έξι μήνες, οι ερευνητές μέτρησαν την ευαισθησία στην ινσουλίνη των συμμετεχόντων. Τα αποτελέσματα δεν κατάφεραν να συμβαδίσουν με τα πορίσματα της προηγούμενης μελέτης: Ανεξάρτητα από το πώς τα μεταβολικά υγιή παχύσαρκα άτομα έχασαν βάρος, η ευαισθησία τους στην ινσουλίνη βελτιώθηκε κατά 18,5 %. Στα μεταβολικά μη υγιή άτομα η βελτίωση ήταν ακόμη μεγαλύτερη, ίσως επειδή είχαν περισσότερα να κερδίσουν.
Ο Antony Karelis από το Πανεπιστήμιο του Κεμπέκ στο Μόντρεαλ, ο επικεφαλής της μελέτης του 2008, δήλωσε ότι οι δύο έρευνες ήταν δύσκολο να συγκριθούν, γιατί οι δύο ομάδες ερευνητών χρησιμοποίησαν διαφορετικές μετρήσεις και μεθόδους. Ωστόσο, τόνισε, χρειάζεται να γίνουν περισσότερες μελέτες πάνω στο θέμα αυτό.
«Νομίζω ότι θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να ενθαρρύνουμε την απώλεια βάρους στα άτομα αυτά, αλλά πρέπει να μάθουμε ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος για να κάνουμε κάτι τέτοιο», πρόσθεσε ο Karelis.
Πηγή: ygeianews.gr