Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον δρ. Ρέτο Άουερ του τμήματος επιδημιολογίας και βιοστατιστικής του πανεπιστημίου της Καλιφόρνια μελέτησαν περίπου 2.200 ηλικιωμένους ηλικίας 70 – 79 ετών για 8 χρόνια.
Οι γιατροί διαπίστωσαν ότι όσοι άνθρωποι ήδη από το πρώτο ηλεκτροκαρδιογράφημα, που μετρά τη γενική κατάσταση της καρδιάς, εμφάνιζαν μικρές ανωμαλίες, είχαν κατά μέσο όρο 35% μεγαλύτερες πιθανότητες να πάθουν έμφραγμα στο μέλλον, ενώ όσοι εμφάνιζαν πιο σημαντικές ανωμαλίες στο πρώτο τεστ, είχαν μεγαλύτερες πιθανότητες (51%) για έμφραγμα.
Στην ουσία, η νέα μελέτη υποστηρίζει ότι ο γιατρός είναι δυνατό να αξιοποιεί πιο αποτελεσματικά τις πληροφορίες ενός ηλεκτροκαρδιογραφήματος, σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες κινδύνου (υψηλή χοληστερόλη, πίεση, κάπνισμα, βάρος κ.α.), για να προβλέψει καλύτερα ποιος άνθρωπος κινδυνεύει περισσότερο από έμφραγμα.
Το συγκεκριμένο τεστ ρουτίνας είναι φθηνό, ανώδυνο και μη επεμβατικό, αλλά, κατά τους ερευνητές, είναι ακόμα πρόωρο να υπάρξει γενική σύσταση, ώστε το ηλεκτροκαρδιογράφημα να γίνεται από όλους, ανεξαρτήτως ηλικίας, ακόμα κι αν δεν έχουν συμπτώματα, ούτε καρδιολογικό ιστορικό.
Από την άλλη, όπως επισήμαναν, ένα τέτοιο διαγνωστικό τεστ απαιτεί εμπειρία για την σωστή ερμηνεία του, καθώς οι πιο μεγάλες ανωμαλίες της καρδιάς μπορεί μεν να φαίνονται εύκολα, αλλά οι πιο ανεπαίσθητες δεν είναι εύκολο να εντοπισθούν.
Οι ερευνητές, ακόμα, διαπίστωσαν ότι ο ίδιος άνθρωπος διαχρονικά εμφανίζει διαφορετικές μικρο-ανωμαλίες στο ηλεκτροκαρδιογράφημά του. Μέχρι οι επιστήμονες να βρουν ένα αξιόπιστο τρόπο να αξιοποιούν το ηλεκτροκαρδιογράφημα για την πρόβλεψη ενός πιθανού μελλοντικού εμφράγματος σε κάθε ξεχωριστό ασθενή, οι άνθρωποι θα πρέπει να φροντίζουν να θέτουν υπό έλεγχο τους διάφορους παράγοντες κινδύνου για την καρδιά τους, προχωρώντας σε αλλαγή συνηθειών στον τρόπο ζωής τους (υγιεινή διατροφή, σωματική άσκηση, κόψιμο τσιγάρου, μείωση βάρους, έλεγχος χοληστερόλης και πίεσης κ.α.).