Οι ερευνητές του Πολυτεχνικού Ινστιτούτου Ρενσελάερ της Νέας Υόρκης, με επικεφαλής τον κινεζικής καταγωγής καθηγητή Σιέ Τζορτζ Σου, έκαναν εκτιμήσεις με τη βοήθεια υπολογιστικών μοντέλων και προσομοιώσεων, σχετικά με την ακτινοβολία-Χ που απορροφούν οι ιστοί ενός οργανισμού ανάλογα με το βάρος του.
Οι επιστήμονες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι ακτινογραφίες και τομογραφίες εκθέτουν τα εσωτερικά όργανα των παχύσαρκων ανδρών σε περίπου 62% περισσότερη ακτινοβολία, ενώ για τις παχύσαρκες γυναίκες η αντίστοιχη αύξηση της ακτινοβολίας είναι 59% κατά μέσο όρο.
Επειδή οι παχύσαρκοι άνθρωποι προσλαμβάνουν περισσότερη ακτινοβολία σε αυτές τις ιατρικές διαγνωστικές εξετάσεις, αντιμετωπίζουν κατά 60% μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου σε σχέση με ένα άνθρωπο μέσου βάρους. Όμως ο κίνδυνος σε απόλυτα νούμερα παραμένει χαμηλός, κατά τους ερευνητές, και δικαιολογείται από το διαγνωστικό όφελος.
Όσες περισσότερες απεικονιστικές διαγνωστικές εξετάσεις με χρήση ακτίνων-Χ κάνει κάποιος στη ζωή του, τόσο συσσωρεύεται ακτινοβολία στον οργανισμό του και αυξάνεται έτσι σιγά-σιγά ο κίνδυνος καρκίνου, αν και πάντα παραμένει μικρός σε απόλυτα νούμερα.
Η έρευνα επισημαίνει ότι τα μηχανήματα για τις ακτινογραφίες και τομογραφίες δεν είναι ρυθμισμένα κατάλληλα για τους παχύσαρκους, με συνέπεια, όταν αυτά λειτουργούν στη συνηθισμένη ισχύ τους, να προκύπτουν θολές εικόνες, καθώς τα φωτόνια των ακτίνων-Χ δυσκολεύονται να διαπεράσουν τα στρώματα λίπους των ανθρώπων με παραπανίσια κιλά. Έτσι, οι χειριστές των μηχανημάτων αναγκάζονται να ανεβάσουν την ισχύ για να πετύχουν καλύτερη εικόνα, όμως αυτό αυξάνει την έκθεση των παχύσαρκων ατόμων στην ακτινοβολία.
Προς το παρόν δεν υπάρχει κάποιος μηχανισμός που να πετυχαίνει την καλύτερη δυνατή ισορροπία ανάμεσα στη χαμηλότερη δυνατή δόση ακτινοβολίας και στην υψηλότερη δυνατή ανάλυση της εικόνας. Η έρευνα επισημαίνει την ανάγκη να υπάρξουν αυτές ακριβώς αυτές οι βελτιωτικές παρεμβάσεις στη λειτουργία των απεικονιστικών ιατρικών μηχανημάτων.