Μεγάλη ανησυχία προκαλεί στους ρευματοπαθείς η νέα απόφαση που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και ορίζει τη συμμετοχή των … ασφαλισμένων σε ποσοστό 10% για την προμήθεια των φαρμάκων κατά των περισσοτέρων και των πιο συχνών ρευματικών νοσημάτων.
Όπως ισχυρίζονται η ζωή τους είναι απόλυτα συνδεδεμένη με την πρόσβασή τους σε αυτά τα φάρμακα και μία τέτοια απόφαση αποτελεί ένα δυσβάσταχτο βάρος για τους ίδιους.
Η απόφαση ορίζει ότι η συμμετοχή δεν ισχύει για φάρμακα που προμηθεύονται οι ασθενείς από τα φαρμακεία του ΕΟΠΥΥ ή από τα Κρατικά Νοσοκομεία, αλλά επειδή είναι ασαφής και με αρκετά κενά ως προς την εφαρμογή της, δεκάδες Σύλλογοι Ασθενών ζητούν με επιστολή τους άμεσα διευκρινίσεις από το Υπουργείο θέτοντας τα παρακάτω ερωτήματα:
1. Οι ασθενείς ασφαλισμένοι εκτός ΕΟΠΥΥ (Τράπεζες, δημοσιογράφοι, ιατροί) θα είναι υποχρεωμένοι να καταβάλλουν συμμετοχή 10% για τις θεραπείες τους;
2. Η απόφαση με την οποία οι ασφαλισμένοι για τα κυτταροστατικά και ανοσορρυθμιστικά φάρμακα με τα οποία υποβάλλονται σε θεραπεία, ανεξάρτητα της πάθησης από την οποία πάσχουν δεν καταβάλλουν συμμετοχή, παύει να ισχύει;(Εγκ. ΙΚΑ Α.Π. Γ55/749/26.3.2010)
Οι ρευματικές παθήσεις είναι στις περισσότερες περιπτώσεις χρόνια αυτοάνοσα νοσήματα. Τα περισσότερα νέας τεχνολογίας σκευάσματα για την αντιμετώπιση αυτών των νοσημάτων είναι ανοσσορρυθμιστικά φάρμακα, υψηλού κόστους και είναι αδύνατον να καλυφθεί η συμμετοχή από τους ασφαλισμένους. Τυχόν συμμετοχή του ασθενούς με 10% μπορεί να σημαίνει μια επιβάρυνση 86-189 ευρώ το μήνα, ένα βάρος δυσβάσταχτο για τους ασθενείς, οι οποίοι επιβαρύνονται ήδη με την καταβολή συμμετοχής στις συχνές μικροβιολογικές εξετάσεις αλλά και τις επισκέψεις στους γιατρούς.
Ωστόσο, είναι αναγκαία η πρόσβαση των ρευματοπαθών στις θεραπείες αυτές, καθώς με αυτές επιτυγχάνεται η μακρόχρονη ύφεση των συμπτωμάτων, η καταστολή των νοσημάτων τους και η αναβάθμιση της ποιότητας της ζωής τους, ώστε να είναι παραγωγικά άτομα με λιγότερες απουσίες από την εργασία τους. Εξασφαλίζει δε, τη μειωμένη δαπάνη νοσοκομειακής περίθαλψης και αποκατάστασης και τέλος τη μείωση των αναπηρικών συντάξεων και επιδομάτων.
Τα δύο τελευταία χρόνια οι αλλαγές στο χώρο της υγείας έχουν επηρεάσει σημαντικά την ποιότητα ζωή των ρευματοπαθών. Οι ρευματοπαθείς, ως χρόνιοι ασθενείς, είναι ιδιαιτέρα ευαισθητοποιημένοι στην εξοικονόμηση πόρων στο χώρο της υγείας, στον εξορθολογισμό των δαπανών και στη βιωσιμότητα των ασφαλιστικών ταμείων.
Υποστηρίζουν επίσης, όλες τις αλλαγές που αποβλέπουν στον περιορισμό των άσκοπων δαπανών και της πολυφαρμακίας και στοχεύουν στην παροχή ασφαλούς, σύγχρονης περίθαλψης σε όφελος του ασθενούς. Πέρα από τη σύγχυση και τη συνεπακόλουθη γραφειοκρατία, αντιμετωπίζουν συχνά και την ταλαιπωρία της μετακίνησης ακόμα και σε μεγάλες αποστάσεις από τον τόπο κατοικίας τους, προκειμένου να φτάσουν σε κάποιο κέντρο προμήθειας των φαρμάκων τους.
Στην ταλαιπωρία αυτή, που για αρκετούς με σοβαρά κινητικά προβλήματα είναι σχεδόν άθλος, θα πρέπει να συνυπολογίσουμε και την απώλεια σε ώρες εργασίας των ίδιων των ασθενών αλλά και των μελών των οικογενειών τους που τους συνοδεύουν, αλλά και την οικονομική επιβάρυνση των ήδη μειωμένων οικογενειακών εισοδημάτων.
Η καθιέρωση τρίμηνων συνταγών για τους χρόνιους ασθενείς ήταν ένα θετικό βήμα ώστε να περιοριστεί η ταλαιπωρία των ασθενών, δυστυχώς όμως υπάρχει διστακτικότητα τόσο από τους γιατρούς στην εφαρμογή όσο και από τα κέντρα προμήθειας των φαρμάκων στην εκτέλεσή τους.
Η πρόοδος της ρευματολογίας και τα νέα φάρμακα έδωσαν στους ρευματοπαθείς τη δυνατότητα να έχουν μία φυσιολογική ζωή, μακριά από το βασανιστικό πόνο, τη δυσκινησία και τη δυσκολία στην αυτοεξυπηρέτηση ακόμα και την αναπηρία. Η πρόσβαση των ασθενών σε αυτά τα φάρμακα δεν ανταλλάσσεται και δεν διαπραγματεύεται, καταλήγουν.