Αυξημένο κίνδυνο να παρουσιάσουν διατροφικές δυσκολίες και αδυναμία μάσησης στις ηλικίες των 2-3 ετών, αλλά και να γίνουν μελλοντικά … παχύσαρκα, παρουσιάζουν τα παιδιά, τα οποία όσο είναι βρέφη τρώνε μόνο κρέμες και όχι στέρεες τροφές.
Η εισαγωγή της στέρεας τροφής στη διατροφή των βρεφών, σύμφωνα με τις επιστημονικές οδηγίες, πρέπει να ξεκινά περίπου στον 6 μήνα της ζωής με τις κρέμες.
«Στην Ελλάδα είναι πολύ συνηθισμένο βρέφη 4-5 μηνών να ταΐζονται με το κουτάλι διάφορες βρεφικές κρέμες σε μορφή πολτού, παρότι αυτό δεν ενδείκνυται για τόσο μικρές ηλικίες. Μάλιστα, πολλά Ελληνόπουλα συνεχίζουν να τρώνε αλεσμένες τροφές ακόμη και σε όλη τη διάρκεια της προσχολικής ηλικίας, χωρίς οι γονείς τους να τα ενθαρρύνουν να φάνε κανονικό φαγητό. Με το τάισμα αλεσμένων τροφών με το κουτάλι, το παιδί όχι μόνο δεν μαθαίνει να μασά αλλά οδηγείται στην παχυσαρκία» επισημαίνει στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων ο παιδίατρος-σύμβουλος θηλασμού Στέλιος Παπαβέντσης.
Επικαλούμενος στοιχεία έρευνας επιστημόνων του τμήματος Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου του Νότιγχαμ για την επίδραση των διαφορετικών στυλ διατροφής στις διατροφικές προτιμήσεις και το δείκτη παχυσαρκίας των παιδιών, ο κ. Παπαβέντσης αναφέρει ότι τα παιδιά που μελετήθηκαν και ελάμβαναν σχηματισμένη τροφή είχαν αυξημένη συχνότητα μειωμένου βάρους, ενώ τα παιδιά που ελάμβαναν αλεσμένη τροφή είχαν αυξημένη συχνότητα παχυσαρκίας.
«Από την έρευνα αυτή συμπεραίνεται ότι οι διατροφικές προτιμήσεις και η υγεία στην πρώιμη παιδική ηλικία επηρεάζονται σημαντικά από τον τρόπος σίτισης κατά τη βρεφική και νηπιακή ηλικία. Από την έρευνα προκύπτει ότι τα βρέφη που ξεκινούν στερεές τροφές και συνεχίζουν να τρώνε μόνα τους μαθαίνουν να ρυθμίζουν την πρόσληψη τροφής, σύμφωνα με τις πραγματικές ανάγκες τους, την πείνα και τον κορεσμό τους, με έναν τρόπο που οδηγεί σε χαμηλότερο δείκτη μάζας σώματος και σε μια προτίμηση σε πιο υγιεινά τρόφιμα όπως αυτά με πολύπλοκους υδατάνθρακες» εξηγεί ο κ. Παπαβέντσης.