Αλλεργικές αντιδράσεις ή αντιδράσεις υπερευαισθησίας προκύπτουν από την δραστηριότητα του ανοσοποιητικού συστήματος κατά ορισμένων συστατικών της τροφής. Το μεγαλύτερο ποσοστό των τροφικών αλλεργιών συσχετίζονται με την παραγωγή της ανοσοσφαιρίνης IgE και συμβαίνουν σχεδόν αμέσως μετά την λήψη τροφής ή μέσα σε 2 ώρες από την κατανάλωση του αλλεργιογόνου παράγοντα, με ήπιες συνέπειες, ή με συνέπειες απειλητικές για τη ζωή.
Οι τροφικές αλλεργίες εκδηλώνονται με ευρύ φάσμα συμπτωμάτων όπως:
-Στο γαστρεντερικό σύστημα: κοιλιακό άλγος, ναυτία, εμετός, διάρροια, αιμορραγία πεπτικού, εντεροπάθεια, με απώλεια πρωτεΐνης, κνησμό σε στόμα και φάρυγγα.
-Στο δέρμα: κνίδωση, αγγειοοίδημα, έκζεμα, ερύθημα, κνησμό. Στο αναπνευστικό σύστημα: ρινίτιδα, άσθμα, βήχα, λαρυγγικό οίδημα.
-Άλλες αντιδράσεις: υπόταση, αναφυλαξία.
Ο αριθμός των συστατικών της τροφής που προκαλεί αλλεργικές αντιδράσεις είναι σχετικά μικρός σε σχέση με το σύνολο της τροφής που καταναλώνεται. Στα μικρά παιδιά, το αυγό, το ψάρι, το γάλα, οι ξηροί καρποί, η σόγια και το σιτάρι είναι υπεύθυνα για το 90% περίπου των αλλεργικών αντιδράσεων. Στους ενήλικες, τα ψάρια, τα οστρακοειδή και τα φιστίκια ενοχοποιούνται για το 85% των αλλεργικών αντιδράσεων. Τα αλλεργιογόνα συστατικά της τροφής είναι κατά κανόνα γλυκοπρωτεΐνες.
Η αντιμετώπιση της τροφικής αλλεργίας συνίσταται κατά βάση στην ολοκληρωτική αποφυγή κατανάλωσης των υπεύθυνων αλλεργιογόνων συστατικών και στην ενημέρωση για την παρουσία «κρυμμένων» αλλεργιογόνων σε ορισμένα τρόφιμα.
Τροφική δυσανεξία χαρακτηρίζεται κάθε ανεπιθύμητη αντίδραση του οργανισμού με την κατανάλωση τροφής, λόγω τοξικών, φαρμακολογικών, μεταβολικών ή ιδιοσυγκρασιακών αντιδράσεων στα συστατικά της τροφής. Οι τοξικές αντιδράσεις προκαλούνται από μικροβιολογική επιμόλυνση τροφίμων.
Οι φαρμακολογικές αντιδράσεις προκαλούνται από την παρουσία φαρμακευτικών προϊόντων στα τρόφιμα, όπως η φαινυλεθυλαμίνη (σοκολάτες, τυριά κτλ), η τυραμίνη (τυριά) κ.ά. Οι μεταβολικές διαταραχές οφείλονται στην έλλειψη συγκεκριμένων ενζύμων από τον ανθρώπινο οργανισμό, γεγονός που οδηγεί στην ανικανότητα της πέψης ενός τροφίμου ή ενός συστατικού τροφίμων.
Οι πιο γνωστές τροφικές δυσανεξίες αφορούν το γαλακτοζάχαρο (Υπολακτασία), την γαλακτόζη (Γαλακτοζαιμία), την γλουτένη (Κοιλιακή νόσος), το οπωροσάκχαρο και την σορβιτόλη. Στην κατηγορία αυτή εμπίπτει και η κυάμωση.
1. Δυσανεξία στην γαλακτόζη (Γαλακτοζαιμία): Σπάνια κληρονομική διαταραχή του μεταβολισμού της γαλακτόζης, λόγω έλλειψης ενός ειδικού ενζύμου που είναι υπεύθυνο για την διάσπασή της. Έτσι, η συσσώρευση της γαλακτόζης στο αίμα με την έλλειψη του ενζύμου, προκαλεί ηπατομεγαλία, υπογλυκαιμία, ασκίτη, καταρράκτη και πνευματική καθυστέρηση.
2. Δυσανεξία στην γλουτένη (Κοιλιακή νόσος ή κοιλιοκάκη): Θεωρείται η συχνότερα εμφανιζόμενη δυσανεξία σε πρωτεΐνη. Χρόνια εντεροπάθεια, χαρακτηρίζεται από την κακή απορρόφηση των λιπαρών υλών, των βιταμινών και ιχνοστοιχείων και την παρουσία αλλοιώσεων στο λεπτό έντερο και ιδιαίτερα στις νηματοειδείς προβολές του βλεννογόνου του λεπτού εντέρου, από τις οποίες απορροφώνται οι θρεπτικές ύλες, η κοιλιοκάκη οφείλεται στην διαταραχή του μεταβολισμού της γλουτένης.
Τα συμπτώματα τα προκαλεί η γλιαδίνη (συστατικό της γλουτένης), η οποία περιέχεται στην πρωτεΐνη του σιταριού, της σίκαλης και του κριθαριού και σε μικρότερη ποσότητα της βρώμης. Το ρύζι και το καλαμπόκι αντίθετα δεν περιέχουν καθόλου γλιαδίνη. Τα κυριότερα συμπτώματα αυτής της εντεροπάθειας είναι διάρροια, κακή απορρόφηση των λιπών, απώλεια βάρους, αδυναμία και αναιμία.
3. Δυσανεξία στην σορβιτόλη: Συναντάται αρκετά συχνά, είτε μόνη της, είτε σε συνδυασμό με εκείνη του οπωροσάκχαρου και επιδεινώνει τα συμπτώματα σε άτομα που πάσχουν από σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου. Σημειώνεται ότι η σορβιτόλη ανήκει στις πρόσθετες ύλες τροφίμων και συναντάται σε πλήθος προϊόντων χωρίς ζάχαρη, όπως σε μαστίχες χωρίς ζάχαρη, σε διαιτητικές σοκολάτες και σε φάρμακα.
4. Δυσανεξία στο γαλακτοσάκχαρο ή λακτόζη (Υπολακτασία): Θεωρείται η συχνότερη μορφή δυσανεξίας και οφείλεται στην έλλειψη ή την ανεπάρκεια από τον οργανισμό, της λακτάσης, με την οποία το γαλακτοσάκχαρο υδρολύεται σε γλυκόζη και γαλακτόζη. Σημειώνεται ότι, η παραγωγή αυτού του ενζύμου μειώνεται με την πάροδο της ηλικίας. Στην Ελλάδα και στην Ιταλία το ποσοστό των ατόμων με υπολακτασία είναι υψηλό και όλα τα γαλακτοκομικά προϊόντα δεν έχουν την ίδια περιεκτικότητα σε γαλακτοσάκχαρο.
Τα σκληρά τυριά, για παράδειγμα, περιέχουν λιγότερο γαλακτοσάκχαρο και δεν προκαλούν διαταραχές. Η υπολακτασία προκαλεί παραγωγής αερίων, φούσκωμα, συσπάσεις του πεπτικού σωλήνα και διάρροια. Μετά την λήψη λακτάσης σε σταγόνες ή δισκία η υδρόλυση της λακτόζης γίνεται κανονικά και διακόπτονται οι διαταραχές. Οι σταγόνες προστίθενται στο γάλα, ενώ τα δισκία λαμβάνονται προτού καταναλωθούν γαλακτοκομικά προϊόντα.
5. Δυσανεξία στο οπωροσάκχαρο: Είναι κληρονομική και οφείλεται στην έλλειψη ενός ηπατικού ενζύμου. Συναντάται σε βρέφη και παιδιά με κύρια συμπτώματα τους εμετούς, τα υπογλυκαιμικά επεισόδια, την καθυστέρηση της ανάπτυξης, την ηπατομεγαλία και άλλα εργαστηριακά ευρήματα. Με διαιτολόγια χωρίς οπωροσάκχαρο, όλα τα συμπτώματα εξαφανίζονται.
6. Κυάμωση (Κυαμισμός, Φαβισμός): Είναι μια οξεία αιμολυτική αναιμία η οποία οφείλεται στην κατανάλωση κουκιών (κυάμων) είτε στην εισπνοή γύρεων από κουκιά. Η νόσος οφείλεται στην συγγενή έλλειψη του ενζύμου των ερυθρών αιμοσφαιρίων γλυκοζο-6φωσφορικής δεϋδρογενάσης, (G6PD). Η εξέταση για την έλλειψη του εν λόγο ενζύμου γίνεται την στιγμή της γέννησης και στα άτομα που πάσχουν από κυάμωση δεν επιτρέπεται η κατανάλωση των κουκιών, καθώς μπορούν να αποβεί μοιραία.
Συμπερασματικά λοιπόν, οι τροφικές αλλεργίες και τροφικές δυσανεξίες είναι δύο διαφορετικές ιδιαιτερότητες του ανθρώπινου οργανισμού, που οφείλονται σε διαφορετικές καταστάσεις, έχουν όμως, σε μερικές περιπτώσεις, παρόμοια συμπτώματα και αποτελούν ένα σημαντικό πρόβλημα για περιορισμένο ποσοστό του πληθυσμού.
Πηγή: mednutrition.gr