Μια ομάδα ερευνητών από το Πανεπιστήμιο McGill του Μόντρεαλ, του Πανεπιστημίου της Βρετανικής Κολούμπια στο Βανκούβερ και του UCL ινστιτούτου για την υγεία του παιδιού στον Λονδίνο αναζήτησαν το αν και κατά πόσο ο τρόπος και οι συνθήκες ζωής μπορούν να αφήσουν το βιολογικό τους αποτύπωμα στο DNA και να συνεχίσουν να επηρεάζουν την υγεία σε μεγαλύτερη ηλικία, είτε προς το καλύτερο είτε προς το χειρότερο.
Πιο συγκεκριμένα, μελέτησαν δείγμα του DNA από το αίμα των συμμετεχόντων όταν εκείνοι ήταν 45 ετών. Οι ειδικοί επέλεξαν ανθρώπους με διαμετρικά αντίθετους τρόπους διαβίωσης στην παιδική τους ηλικία όσον αφορά την οικονομική και την κοινωνική τους κατάσταση.
Συνολικά έκαναν αναλύσεις σε περισσότερα από 20.000 γονίδια, επιβεβαιώνοντας την αρχική υπόθεση.
Αξίζει να σημειωθεί ότι είναι η πρώτη φορά που οι επιστήμονες κατάφεραν να δείξουν ότι υπάρχει ένας συσχετισμός μεταξύ των συνθηκών διαβίωσης κατά την παιδική ηλικία και της βιοχημείας του DNA, ενώ ελπίζουν ότι η μελλοντική έρευνα θα δείξει πιο δίκτυο γονιδίων φέρει αλλαγές που σχετίζονται με συγκεκριμένες νόσους