Η πάθηση ονομάζεται νευροαισθητήρια βαρυκοΐα και σχετίζεται κυρίως με την περιοχή του κοχλία. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, το παθητικό κάπνισμα δυσκολεύει την κυκλοφορία του αίματος στη συγκεκριμένη περιοχή προκαλώντας προβλήματα στην αίσθηση της ακοής κυρίως στους εφήβους.
Τα προβλήματα που μπορεί να παρουσιαστούν ποικίλλουν. Από απλή δυσκολία κατανόησης του προφορικού λόγου μέχρι μειωμένες ακαδημαϊκές επιδόσεις σε σχολείο και πανεπιστήμιο.
Σύμφωνα με τον δρ. Michael Weitzman, συγγραφέα της μελέτης, «πρόκειται για είδος απώλειας ακοής που συνήθως παρουσιάζεται είτε στις γηραιότερες ηλικίες είτε σε παιδιά γεννημένα με εγγενή κώφωση».
Η ομάδα του κ. Weitzman μελέτησε πάνω από 1.500 περιπτώσεις εφήβων, ηλικίας από 12 έως 19 ετών, οι οποίοι πέρασαν από λεπτομερή τεστ ακοής συνδυασμένα με εξετάσεις αίματος σχετικές με τη χημική ουσία κοτινίνη, παράγωγο της σωματικής επεξεργασίας της νικοτίνης.
Έτσι λοιπόν παρατηρήθηκε ότι, όσοι έφηβοι είχαν εκτεθεί σε παθητικό κάπνισμα είχαν μεγαλύτερες πιθανότητες να αναπτύξουν νευροαισθητήρια βαρυκοΐα.
«Τα πάσχοντα παιδιά είναι πιθανόν να δυσκολεύονται να καταλάβουν όσα λέγονται μέσα στην τάξη και να αφαιρούνται συχνά. Ως αποτέλεσμα, μπορεί λανθασμένα να διαγνωστούν θετικοί σε κάποια διαταραχή ελειμματικής προσοχής».