Η χώρα μας έχει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά εμβολιαστικής κάλυψης του παιδικού πληθυσμού στην Ευρώπη, ανέφερε η αντιπρόεδρος του Ελληνικού Κολλεγίου Παιδιάτρων, Καθηγήτρια Παιδιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Μαρία Θεοδωρίδου, κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου, με αφορμή τη διεξαγωγή του 1ου Διεθνούς Συνεδρίου του Ελληνικού Κολλεγίου Παιδιάτρων και της Βασιλικής Εταιρείας Ιατρικής (Royal Society of Medicine) του Ηνωμένου Βασιλείου, το οποίο θα πραγματοποιηθεί στις 27 – 28 Μαΐου στην Αθήνα. Η Καθηγήτρια έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στη σημασία του εμβολιασμού στην πρόληψη της πνευμονιοκοκκικής νόσου, ενώ αναφέρθηκε και στη μεγάλη σημασία του εμβολιασμού κατά του ιού HPV.
Όπως τόνισε η κ. Θεοδωρίδου, συνολικά, κάθε χρόνο 1,6 εκατομμύρια άνθρωποι στον κόσμο πεθαίνουν από ασθένειες που προκαλούνται από τον πνευμονιόκοκκο, εκ των οποίων περίπου 800.000 είναι παιδιά κάτω των 5 ετών.
Σε ό,τι αφορά τον εμβολιασμό κατά του ιού του HPV, η κ. Θεοδωρίδου ανέφερε ότι το εμβόλιο έναντι του ιού HPV αποτελεί εμβόλιο ρουτίνας για τα κορίτσια ηλικίας 12-15 ετών. Το εμβόλιο προσφέρει προστασία από μελλοντικές λοιμώξεις και στις μεγαλύτερες γυναίκες έως 26 ετών, ανεξάρτητα από το αν έχουν εκτεθεί στον ιό ή όχι.
Η Καθηγήτρια Παιδιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών Χρύσα Τζουμάκα – Μπακούλα αναφέρθηκε στο θέμα της παιδικής παχυσαρκίας, το οποίο τα τελευταία χρόνια αποκτά ανησυχητικές διαστάσεις στην Ελλάδα. Παρουσίασε μελέτη των μεταβολών του Δείκτη Μάζας σώματος (ΔΜΣ) 3.000 παιδιών, η οποία πραγματοποιήθηκε σε δύο φάσεις, η πρώτη στην ηλικία των 7 ετών και η δεύτερη στην ηλικία των 18 ετών, και εξετάστηκαν οι παράγοντες που επιδρούν διαχρονικά στις μεταβολές αυτές από τη γέννηση μέχρι και την εφηβεία.
Σύμφωνα με την έρευνα, ένα στα δύο αγόρια που είναι υπέρβαρα/παχύσαρκα στην ηλικία των 7 ετών παραμένει υπέρβαρο/παχύσαρκο στο τέλος της εφηβείας (18 χρόνια), ενώ μόνο ένα στα τέσσερα κορίτσια της ίδιας ομάδας εξακολουθεί να είναι υπέρβαρο/παχύσαρκο στην ηλικία των 18 ετών.
Ο σωματότυπος των Ελληνοπαίδων στην ηλικία των 7 ετών βρέθηκε να είναι καθοριστικός για την κατάσταση του σωματικού βάρους τους στο τέλος της εφηβείας (18 ετών), δεδομένου ότι 7 στα 10 παιδιά, ανεξαρτήτως φύλου, παραμένουν στην ίδια ομάδα ταξινόμησης ως προς το ΔΜΣ μεταξύ της παιδικής και εφηβικής ηλικίας (παραμένουν δηλαδή ή κανονικού βάρους ή υπέρβαρα ή παχύσαρκα).
Ο ΔΜΣ των γονέων, με σημαντική την επίδραση του πατέρα στα αγόρια και της μητέρας στα κορίτσια, συνδέεται με αύξηση του ΔΜΣ των παιδιών από την ηλικία των 7 στα 18 έτη.
Τέλος, η Παιδίατρος – Αναπτυξιολόγος, Υπεύθυνη της Μονάδας Αναπτυξιακής και Συμπεριφορικής Παιδιατρικής της Α’ Παιδιατρικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, στο Νοσοκομείο Παίδων «ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ», Παναγιώτα Περβανίδου, αναφέρθηκε στα προβλήματα συμπεριφοράς που εμφανίζει το 12% – 25% των βρεφών και νηπίων, και τα οποία αποτελούν ευρύ πεδίο μελέτης των παιδιάτρων. Είναι, ωστόσο, συχνά δύσκολο για τους παιδιάτρους και τους γονείς, όπως είπε, να ξεχωρίσουν τα προβλήματα συμπεριφοράς που έχουν κλινική σημασία από τις παραλλαγές του φυσιολογικού στην ανάπτυξη. Γενικά, τα προβλήματα συμπεριφοράς που έχουν σημασία είναι αυτά που επηρεάζουν τη λειτουργικότητα του παιδιού και που προκαλούν σημαντική δυσφορία στο παιδί και την οικογένεια.