Οι δύο κύριες ομάδες πρωτεϊνών του μητρικού και αγελαδινού γάλακτος είναι η ορολευκωματίνη και η καζεΐνη, η διαφορά στα δύο γάλατα έγκειται στην περιεκτικότητα τους. Στο μητρικό γάλα ο λόγος ορολευκωματίνης με την καζεΐνη είναι 4/1 ενώ στο αγελαδινό είναι το πηλίκο ο/κ= 1/4 και αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι πρωτεΐνες του μητρικού γάλακτος να απορροφώνται εξολοκλήρου από το έντερο, οι κενώσεις του βρέφους να είναι πιο μαλακές και υδαρείς και το σημαντικότερο, να χρειάζεται μικρότερη ποσότητα γάλακτος για να καλυφτούν οι ανάγκες του.
Μια επίσης σημαντική διαφορά είναι η μικρότερη περιεκτικότητα του αγελαδινού γάλακτος σε ταυρίνη. Αυτό σημαίνει πως η ταυρίνη, αναγκαστικά, προστίθεται στα υποκατάστατα γάλατα καθώς βελτιώνει την απορρόφηση του λίπους και παίζει σημαντικό ρόλος στην ωρίμανση του εγκεφάλου.
Αυτά όμως που δεν μπορούν να να κατασκευαστούν βιομηχανικά και άρα δεν περιέχονται στα υποκατάστατα γάλατα είναι όλα τα αντισώματα της μητέρας που περιέχονται στο μητρικό γάλα.
Η κύρια πρωτεΐνη του αγελαδινού γάλακτος είναι η β- γαλακροσφαιρίνη η οποία θεωρείται πολύ ισχυρό αλλεργιογόνο για τα βρέφη σε αντίθεση με το μητρικό όπου η κύρια πρωτεΐνη του είναι η α- γαλακτολευκοματίνη.
Το μητρικό γάλα περιέχει μεγάλες ποσότητες λακτόζης. Η διαφορά με τα υποκατάστατα αφορά την ταχύτητα υδρόλυσης όπου τελικά ελαττώνει το PH εντέρου και καταστέλλει την ανάπτυξης της E- coli.
Βρέφη που θηλάζουν έχουν χαμηλότερο PH κοπράνων και αυτό συνεπάγεται το χαμηλότερο ποσοστό E- coli στο πεπτικό τους. Ακόμη, το μητρικό γάλα παρέχει λιπαση στο βρέφος η οποία θανατώνει τα παθογόνα μικρόβια.
Όσον αφορά στα λίπη, το παλμιτικό και το ελαϊκό οξύ αποτελούν το 60% περίπου του λίπους και των δύο γαλάτων. Οι περισσότερες εταιρείες τροποποιημένων βρεφικών γαλάτων έχουν αντικαταστήσει το αγελαδινό λίπος με φυτικά έλαια ή με ένα μίγμα φυτικών και ζωικών λιπών. Το αραχιδονικό και το ντοκοσαξενοϊκό οξύ βρίσκονται μόνο στο ανθρώπινο γάλα αυξάνοντας το δείκτη νοημοσύνης του παιδιού.
Είναι χαρακτηριστικό ότι όλες οι ελάχιστες συνιστώμενες ποσότητες είναι μεγαλύτερες από αυτές που περιέχονται στο μητρικό γάλα, διότι η βιοδιαθεσιμότητα των θρεπτικών συστατικών του είναι μεγαλύτερη από ότι στα υποκατάστατα, με αποτέλεσμα να απαιτούνται και μικρότερες ποσότητες.
Πηγή: mednutriton.gr