Οι ερευνητές ευελπιστούν ότι θα μπορέσουν να αναπτύξουν μια αξιόπιστη τεχνική πρόωρης διάγνωσης, πριν η νόσος Αλτσχάιμερ έχει προκαλέσει προχωρημένη εγκεφαλική βλάβη.
Τα υπάρχοντα τεστ για το Αλτσχάιμερ, που βασίζονται στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό, αναζητούν τυχόν ανισορροπία ανάμεσα σε δύο πρωτεΐνες, το βήτα αμυλοειδές (που δημιουργεί κολλώδεις πλάκες στον εγκέφαλο) και στην «Ταυ» (που αποτελεί βιοδείκτη για τη ζημιά στα εγκεφαλικά κύτταρα). Οι ασθενείς με Αλτσχάιμερ τείνουν να έχουν χαμηλότερα επίπεδα βήτα αμυλοειδούς και υψηλότερα επίπεδα της πρωτεΐνης «Ταυ».
Η νέα μέθοδος αναζητά στο υγρό της σπονδυλικής στήλης ίχνη ενός «θεμέλιου λίθου» του βήτα αμυλοειδούς, της λεγόμενης «προδρόμου αμυλοειδούς πρωτεϊνης» (AFP). Οι ερευνητές έκαναν αναλύσεις με βάση δείγματα από 58 ανθρώπους με ελαφρά προβλήματα μνήμης. Έπειτα από τρία χρόνια, οι 21 είχαν αναπτύξει κανονικό Αλτσχάϊμερ, οι 27 είχαν ακόμα ήπια συμπτώματα, οι οκτώ είχαν επανακάμψει στην προηγούμενη φυσιολογική κατάσταση και οι δύο είχαν εκδηλώσει μια άλλη μορφή άνοιας.
Η ανάλυση έδειξε ότι όσοι τελικά εμφάνισαν πλήρες Αλτσχάιμερ, είχαν στα προηγούμενα χρόνια υψηλότερα επίπεδα της προδρόμου πρωτεΐνης AFP σε σχέση με όσους η κατάσταση δεν είχε επιδεινωθεί. Σε συνδυασμό με δύο άλλους δείκτες, την ηλικία του ατόμου και το επίπεδο της πρωτεΐνης «Ταυ», το νέο τεστ υπήρξε ακριβές σε ποσοστό 80% στην έγκαιρη διάγνωση της νόσου.
Περίπου 26 εκατ. άνθρωποι διεθνώς πάσχουν από Αλτσχάιμερ, που είναι η πιο κοινή μορφή άνοιας. Τα υπάρχοντα φάρμακα δεν θεραπεύουν, αλλά απλώς αμβλύνουν τα συμπτώματα. Σχεδόν το 15% όσων έχουν ήπια συμπτώματα «έκπτωσης» των νοητικών λειτουργιών, τελικά αναπτύσσουν τη νόσο.