Κάθε χρόνο σχεδόν 1,5 εκατομμύριο άνθρωποι σε όλο τον πλανήτη πεθαίνουν από ηπατίτιδα, περισσότεροι από όσους χάνουν τη ζωή τους από τον ιό του ΑΙDS. Διεθνώς, 1 στους 12 ανθρώπους έχουν προσβληθεί από τον ιό της ηπατίτιδας B ή C.
Όπως επεσήμανε σε συνέντευξη Τύπου, ο πρόεδρος της Ε.Ε.Μ.Η., Σ. Καραταπάνης, ο ιός της ηπατίτιδας Β είναι ο μεγαλύτερος καρκινογόνος παράγοντας μετά το κάπνισμα. Στη χώρα μας, τόνισε, ότι 400.000 Έλληνες πάσχουν από χρόνια ηπατίτιδα Β ή C και οι περισσότεροι από αυτούς δεν το γνωρίζουν. Πρόσφατη μελέτη στην Ελλάδα υπολόγισε ότι στο άμεσο μέλλον, θα καταγραφεί αύξηση κατά 21% των κιρρωτικών ασθενών και κατά 30% των περιστατικών πρωτοπαθούς καρκίνου του ήπατος σε ασθενείς με χρόνια ηπατίτιδα C.
Όπως επεσήμανε ο αντιπρόεδρος της Ε.Ε.Μ.Η., Ι. Κοσκίνας, παρά τη σημαντική μείωση του επιπολασμού της χρόνιας ηπατίτιδας Β στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια, καταγράφονται υψηλά ποσοστά ηπατίτιδας Β σε πληθυσμούς οικονομικών μεταναστών που ζουν και εργάζονται στην Ελλάδα.
Οι ιοί της ηπατίτιδας Β, C και D, μεταδίδονται παρεντερικά (με τη γέννα, το σεξ δίχως προφυλάξεις, μοίρασμα συριγγών κ.λπ.) και προκαλούν οξεία και χρόνια λοίμωξη, ενώ οι ιοί Α και Ε μεταδίδονται με την κοπροανοστοματική οδό (μολυσμένο νερό ή φαγητό) και δεν προκαλούν χρονιότητα.
Έλεγχο για ηπατίτιδα Β και C έχουν λόγο να κάνουν, όπως εξήγησαν οι επιστήμονες, οι συγγενείς των φορέων και όσοι έρχονται σε στενή επαφή μαζί τους. Η διάγνωση της οξείας ή χρόνιας ιογενούς ηπατίτιδας στηρίζεται στην ανεύρεση των κατάλληλων ορολογικών δεικτών στο αίμα με ειδικές εξετάσεις.
Πολλοί άνθρωποι ζουν επί χρόνια με τους ιούς, δίχως να αναπτύξουν σοβαρά προβλήματα. Σε αρκετούς, όμως, υπάρχει κίνδυνος ανάπτυξης κίρρωσης ή ηπατοκυτταρικού καρκίνου. Οι άνθρωποι αυτοί με χρόνια ηπατίτιδα Β ή C σε εξέλιξη μπορεί να αισθάνονται καλά για πολύ καιρό.
Για τη θεραπευτική αντιμετώπιση της χρόνιας ηπατίτιδας Β χρησιμοποιούνται ή η ιντερφερόνη ή τα από του στόματος αντιικά. Με τα φάρμακα αυτά επιτυγχάνεται σήμερα, σε πολύ υψηλό ποσοστό ο έλεγχος της εξέλιξης της νόσου και πολύ λιγότεροι ασθενείς, σε σχέση με παλαιότερα, οδηγούνται στα τελικά στάδια της νόσου και στο θάνατο.
Η θεραπεία της χρόνιας ηπατίτιδας C συνίσταται στη χορήγηση συνδυασμού πεγκυλιωμένης ιντερφερόνης και ριμπαβιρίνης. Είναι πολύ σημαντικό ότι μπορούν οι γιατροί να προβλέπουν, σε συγκεκριμένα σημεία-ορόσημα της θεραπείας, την πιθανότητα ανταπόκρισης των ασθενών, εξασφαλίζοντας έτσι καλύτερη συμμόρφωση.
Πρόσφατα, δύο νέοι θεραπευτικοί παράγοντες για την αντιμετώπιση της χρόνιας ηπατίτιδας C έχουν εγκριθεί στις ΗΠΑ και η έγκρισή τους στη χώρα μας αναμένεται εντός του 2011. Με τα φάρμακα αυτά στοχεύουμε στην πλήρη εκρίζωση του ιού και συνεπώς ίαση, σε ποσοστά που ξεπερνούν το 70% των ασθενών, κατέληξαν οι επιστήμονες.