Οι μητέρες που υποφέρουν από πονοκεφάλους έχουν υπερδιπλάσιες πιθανότητες να γεννήσουν μωρά που υποφέρουν έντονα από κολικούς, σε σχέση … με τις μαμάδες που ποτέ δεν είχαν ιστορικό πονοκεφάλων και ημικρανιών.
Αμερικανοί ερευνητές εκτιμούν μάλιστα ότι οι κολικοί πιθανώς αποτελούν ένα πρώιμο σύμπτωμα των μελλοντικών πονοκεφάλων, όταν το παιδί θα έχει πια μεγαλώσει.
Οι κολικοί αποτελούν μια από τις συχνότερες αιτίες του υπερβολικού κλάματος των μωρών. Οι γιατροί τούς έχουν συσχετίσει με γαστρεντερικά προβλήματα. Παρ’ όλα αυτά, μετά από τουλάχιστον 50 χρόνια ερευνών, οι επιστήμονες δεν έχουν καταφέρει να αποδείξουν ότι όντως οι κολικοί οφείλονται σε τέτοιου είδους προβλήματα. Είναι ενδεικτικό ότι τα μωρά που διατρέφονται αποκλειστικά μέσω μητρικού γάλακτος από θηλασμό, είναι εξίσου πιθανό να πάθουν κολικούς με τα μωρά που δεν θηλάζουν και τρέφονται με γάλα του εμπορίου.
Όπως διαπιστώθηκε από την έρευνα, οι μητέρες με ημικρανίες και πονοκεφάλους στο παρελθόν έχουν δυόμιση φορές περισσότερες πιθανότητες να αποκτήσουν μωρά που υποφέρουν από κολικούς. Συνολικά, το 29% των μωρών που είχαν μαμάδες με ιστορικό πονοκεφάλων, είχαν κολικούς, έναντι ποσοστού μόνο 11% των μωρών που είχαν μαμάδες χωρίς ανάλογο ιστορικό.
Οι Αμερικανοί νευρολόγοι πιστεύουν ότι ο κολικός πιθανότατα αποτελεί ένα πρώιμο σύμπτωμα των λεγόμενων «περιοδικών συνδρόμων παιδικής ηλικίας», που θεωρούνται πρόδρομα των πονοκεφάλων, τους οποίους παθαίνουν αργότερα οι ενήλικοι.
Τα μωρά με κολικούς είναι πιθανώς πιο ευαίσθητα και ευάλωτα στα διάφορα εξωτερικά ερεθίσματα του περιβάλλοντος, όπως τα φώτα και οι ήχοι, κάτι που συμβαίνει και στους ενήλικους, οι οποίοι πάσχουν από πόνους στο κεφάλι.
Καθώς το μωρό βγαίνει από το σκοτεινό και ζεστό χώρο της μήτρας και δέχεται πλέον έναν καταιγισμό ερεθισμάτων, σε ένα κρύο, φωτεινό και θορυβώδη κόσμο, το νευρικό του σύστημα μπορεί να αντιδράσει με τρόπο τέτοιο που προκαλούνται κολικοί, κάτι που όμως θα πρέπει να επιβεβαιωθεί από νέες μεγαλύτερες μελέτες.