Η οικολογική οργάνωση παραδέχθηκε ότι τα αποτελέσματα των ελέγχων που διενήργησε στην πόλη της Φουκουσίμα, πρωτεύουσα της επαρχίας με το ίδιο όνομα, αντιστοιχούν χονδρικά με αυτά των ιαπωνικών αρχών, όμως υπογράμμισε ότι βγάζει εντελώς διαφορετικά συμπεράσματα για τους κινδύνους στην υγεία των παιδιών.
Απαίτησε από την ιαπωνική κυβέρνηση να προσφέρει οικονομική και επιμελητειακή βοήθεια ώστε να απομακρυνθούν γρήγορα οι έγκυοι και τα παιδιά που ζουν σε περιοχές με υψηλά επίπεδα ραδιενέργειας και να προχωρήσει στον καθαρισμό των μολυσμένων τοποθεσιών.
Μετά το σεισμό και το τσουνάμι που προκάλεσαν ζημιές στον πυρηνικό σταθμό Φουκουσίμα Νταϊίτσι (Φουκουσίμα 1), η Ιαπωνία αύξησε το νόμιμο όριο έκθεσης στην ακτινοβολία, ακόμη και για τα παιδιά, από το 1 στα 20 μιλισίβερτ το χρόνο, δηλαδή όσο είναι το όριο με βάση τους κανόνες ασφαλείας που ακολουθούν πολλές χώρες για τους εργαζόμενους στην πυρηνική βιομηχανία.
«Είναι εντελώς απαράδεκτο», διαμαρτυρήθηκε ο Γιαν Μπεράνεκ, υπεύθυνος της εκστρατείας της Greenpeace κατά της πυρηνικής ενέργειας σε συνέντευξη Τύπου από το Τόκιο.
«Μετά το δυστύχημα στο Τσερνόμπιλ, η σοβιετική κυβέρνηση είχε αποφασίσει να απομακρύνει όλους τους ανθρώπους που ζούσαν σε μία ζώνη όπου η ετήσια έκθεση στην ακτινοβολία θα μπορούσε να ξεπεράσει τα 5 μιλισίβερτ», πρόσθεσε.
«Οπότε είναι εντελώς απαράδεκτο και αδικαιολόγητο από την πλευρά της ιαπωνικής κυβέρνησης να υποκρίνεται ότι τα 20 μιλισίβερτ δεν αποτελούν κίνδυνο», υπογράμμισε ο Μπεράνεκ.
Επεσήμανε άλλωστε ότι η ακτίνα εκκένωσης των 20 χιλιομέτρων που έχει επιβληθεί γύρω από το Φουκουσίμα 1 είναι ανεπαρκής και δεν λαμβάνει υπόψη της την ακανόνιστη εμφάνιση της ραδιενέργειας στις γύρω περιοχές.
Στην πόλη Φουκουσίμα ο πληθυσμός αυτή τη στιγμή εκτίθεται σε δόση από 10 έως 20 μιλισίβερτ το χρόνο μόνο από την ατμόσφαιρα, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα ραδιενεργά σωματίδια που εισπνέουν ή απορροφούν από τη σκόνη, το νερό ή τα τρόφιμα, υπογράμμισε ο Μπεράνεκ.