Στο πλαίσιο της έρευνας, η οποία βασίστηκε σε στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ και αφορούσε στην περίοδο 2002-2009, εξετάστηκε η σχέση μεταξύ των δομών γενικής και ψυχικής υγείας με τους δείκτες αυτοκτονιών ανά 100.000 πληθυσμού σε επίπεδο νομών και περιφερειών.
Οι υψηλότεροι δείκτες αυτοκτονιών, σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, σημειώθηκαν το 2009 στη Λευκάδα (9,02), στην Ευρυτανία κατά την περίοδο 2007-2009 (6,87) και στο Ρέθυμνο κατά το διάστημα 2002-2009 (6,93).
Σε επίπεδο Περιφέρειας οι υψηλότεροι δείκτες αυτοκτονιών παρατηρήθηκαν στην Κρήτη κατά το 2009 (4,6) και στην Πελοπόννησο στο διάστημα 2002-2009 (4,01).
Όπως ανέφερε ο κ Γιωτάκος κατά τη διάρκεια του 2009 οι δείκτες αυτοκτονιών είχαν αρνητική συσχέτιση με τον αριθμό των ψυχιάτρων, των ψυχολόγων, των παθολόγων και των επίσημων υπηρεσιών ψυχικής υγείας, όπως ψυχιατρικές κλινικές κέντρα ημέρας κλπ. Η παραπάνω συσχέτιση βρέθηκε ότι ήταν ισχυρότερη κατά την περίοδο 2007-2009.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας οι κοινωνικές αλλαγές, συμπεριλαμβανομένων και των μεγάλων οικονομικών απωλειών σε ατομικό επίπεδο, της αύξησης του κόστους φροντίδας υγείας και της εισοδηματικής ανισότητας, οδήγησαν σε αύξηση του δείκτη αυτοκτονιών κυρίως δια μέσου ενός κύματος καταθλιπτικών δυσλειτουργιών.
«Στις περιόδους οικονομικής κρίσης οι φτωχοί αποτελούν μια ομάδα κινδύνου, δεδομένου ότι είναι οι πρώτοι που επηρεάζονται. Επιπλέον μια ομάδα υψηλού κινδύνου, λόγω μειωμένης λειτουργικότητας, είναι οι άνθρωποι που ήδη υποφέρουν από ψυχικές ασθένειες. Δηλαδή δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος όπου η ένδεια ευνοεί την ανάπτυξη των ψυχιατρικών διαταραχών και αντίστροφα. Η προτεραιότητα για οποιαδήποτε χώρα που αντιμετωπίζει μια οικονομική κρίση είναι η προστασία της ζωής και της βιωσιμότητας των ανθρώπων που κινδυνεύουν περισσότερο, δια μέσου της προώθησης των δικτύων κοινωνικής προστασίας», επισημαίνει ο κ Γιωτάκος.
Σημειώνει δε ότι η επαγγελματική αβεβαιότητα φαίνεται να έχει επιπτώσεις περισσότερο στους μεγαλύτερης ηλικίας εργαζόμενους και τις γυναίκες, ενώ τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας ενός ατόμου σχετίζονται με το βαθμό ευπάθειας στις ψυχοκοινωνικές απειλές.
«Λόγω της πολυπλοκότητας και της σημασίας του φαινομένου είναι επιτακτικό στις μελλοντικές μελέτες να περιληφθούν περισσότερες μεταβλητές σχετικές με την οικονομία, την ψυχολογία δημόσιας υγείας και την ψυχιατρική. Παρόμοιες μελέτες στο μέλλον, σε ένα μεταγενέστερο στάδιο της τρέχουσας οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα, αναμένεται δώσουν πιο αξιόπιστα αποτελέσματα» καταλήγει ο κ Γιωτάκος.