Τουλάχιστον … όχι μόνο εσείς. Πολλοί εξωγενείς παράγοντες – από τα οικονομικά συμφέροντα ως την αστικοποίηση – συνωμότησαν για να παρακάμψουν τη φυσική ικανότητα του ανθρώπινου οργανισμού να εξισορροπεί τις θερμίδες που προσλαμβάνει με αυτές που καίει.
Σύμφωνα με μια ομάδα ειδικών, οι οποίοι επί δύο χρόνια εξέταζαν τις αιτίες της παχυσαρκίας παγκοσμίως, η λύση για το πιο πιεστικό πρόβλημα δημόσιας υγείας βρίσκεται στην απάντηση του ερωτήματος: Πώς φτάσαμε ως εδώ;
Σύμφωνα με την εφημερίδα «New York Times», σε μια σειρά άρθρων που δημοσιεύονται στην έγκυρη ιατρική επιθεώρηση «The Lancet», οι ειδικοί αναφέρουν τα εξής:
Ως και τη δεκαετία του ’70, ο κόσμος ήταν αναγκασμένος να περπατήσει ή να διασχίσει με το ποδήλατο μεγάλες αποστάσεις για να αγοράσει ένα παγωτό. Δεν υπήρχαν αυτόματα μηχανήματα πώλησης γλυκών και αναψυκτικών, ούτε εμπορικά κέντρα πλημμυρισμένα στα fast – food. Ούτε βομβαρδιζόταν ασταμάτητα ο κόσμος με διαφημίσεις έτοιμων φαγητών και ροφημάτων πλημμυρισμένων στις θερμίδες του λίπους και της ζάχαρης.
Αν και τις δεκαετίες του ’40, του ’50 και του ’60 τα παιδιά έτρωγαν το απόγευμα γάλα και μπισκότα, στη συνέχεια έβγαιναν έξω για να παίξουν μέχρι το βράδυ. Τηλεόραση εκείνη την εποχή δεν υπήρχε – και τις πρώτες δεκαετίες από την εμφάνισή της αποτελούσε ευκαιρία να βρεθεί όλη η οικογένεια μαζί το Σαββατοκύριακο και όχι καθημερινή ασχολία ως το βράδυ.
Επιπλέον, τα περισσότερα γεύματα ετοιμάζονταν και καταναλώνονταν στο σπίτι, παρότι οι γυναίκες δούλευαν όλο και περισσότερο.
Επειδή, τέλος, οι κάτοικοι των αστικών κέντρων κατά κανόνα ζούσαν σχετικά κοντά στη δουλειά τους, συνήθως πήγαιναν με τα πόδια ή με το ποδήλατο.
Τι άλλαξε
Παρότι από το 1900 και μετά οι ενεργειακές (θερμιδικές) απαιτήσεις της καθημερινής ζωής μειώθηκαν σημαντικά, εξαιτίας των αυτοκινήτων και των μηχανημάτων που διευκόλυναν τη χειρωνακτική δουλειά, το βάρος των κατοίκων της Δύσης παρέμεινε σταθερό ως τη δεκαετία του ’70.
Η δεκαετία αυτή είναι η κρίσιμη για το σωματικό βάρος των κατοίκων του πλανήτη, σύμφωνα με τον δρα Μπόιντ Α. Σουίνμπερν, από το Πανεπιστήμιο Deakin της Μελβούρνης, και τους συνεργάτες του που υπογράφουν τα άρθρα στο «Lancet».
Όπως εξηγούν, καθώς οι γυναίκες μπήκαν δυναμικά στο εργατικό δυναμικό, η βιομηχανία τροφίμων εντόπισε ένα νέο αγοραστικό κοινό και άρχισε να παραγάγει μαζικά έτοιμα φαγητά, γεμάτα ζάχαρη, αλάτι και λίπος – ουσίες που οι άνθρωποι είναι εξελικτικά προγραμματισμένοι να λατρεύουν.
«Οι γυναίκες διέθεταν όλο και λιγότερο χρόνο για μαγείρεμα και η βιομηχανία τροφίμων βρήκε τρόπους να καταστήσει το έτοιμο φαγητό πιο εύκολα προσβάσιμο σε όλους» λέει ο κοινωνιολόγος Στίβεν Λ. Γκόρτμεϊκερ από τη Σχολή Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ που συνυπογράφει τα άρθρα.
«Τη δεκαετία του ’70 άρχισε η κατακόρυφη αύξηση επεξεργασμένων υδατανθράκων και λιπών στα τρόφιμα, με παράλληλη αύξηση στις διαθέσιμες θερμίδες, δημιουργώντας τις αιτίες για την εμφάνιση της επιδημίας της παχυσαρκίας» γράφουν ο δρ Σουίνμπερν και οι συνεργάτες του. «Η πρόσληψη θερμίδων αυξήθηκε εξαιτίας της ολοένα ευρύτερης διάθεσης φθηνών, νόστιμων και έντονα διαφημιζόμενων τροφίμων».
Οι αρθρογράφοι του «Lancet» τονίζουν πως για να επιστρέψει το μέσο σωματικό βάρος στα επίπεδα του 1978, θα πρέπει να μειώσει κάθε άνθρωπος κατά 240 τις θερμίδες που καθημερινά καταναλώνει ενώ αν ήδη είναι παχύσαρκος η μείωση πρέπει να είναι η διπλάσια.
Τι πρέπει να γίνει
Για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα, οι ειδικοί λένε πως πρέπει να ληφθούν δραστικά μέτρα, όπως έγινε με το τσιγάρο.
Στις ΗΠΑ τις τρεις τελευταίες δεκαετίες μειώθηκαν από 40% σε 20% οι καπνιστές χάρη σε τέσσερα μέτρα: απαγορεύτηκε η διαφήμιση τσιγάρων στην τηλεόραση, αυξήθηκαν οι φόροι στα τσιγάρα, διατέθηκαν βοηθήματα διακοπής του καπνίσματος και απαγορεύτηκε το κάπνισμα σε όλο και περισσότερους δημόσιους χώρους.
Αντίστοιχα για την παχυσαρκία απαιτούνται, σύμφωνα με τον δρα Γκόρτμεϊκερ και τους άλλους ειδικούς: αύξηση κατά 10% των φόρων στα παχυντικά τρόφιμα και ροφήματα, εμφανέστερη επισήμανση στις συσκευασίες των τροφίμων (να γίνουν λ.χ. πράσινες οι συσκευασίες στα υγιεινά τρόφιμα, κίτρινες στα μεσαία και κόκκινες στα παχυντικά) και να μειωθεί η διαφήμιση πρόχειρων φαγητών και αναψυκτικών στα παιδιά.
«Η διαφήμιση τροφίμων και ποτών σχετίζεται με τα ποσοστά της παχυσαρκίας και είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική στα παιδιά» τονίζει ο δρ Γκόρτμεϊκερ. «Ελάχιστα παιδιά γεννιούνται παχύσαρκα, στην πορεία όμως της ζωής τους τα περισσότερα γίνονται».
Απαραίτητα είναι ακόμα ειδικά προγράμματα για τις οικογένειες που ήδη έχουν παχύσαρκα παιδιά και μαζικά προγράμματα στα σχολεία που θα ενθαρρύνουν την υγιεινή διατροφή και την άσκηση, ενώ θα αποθαρρύνουν την τηλεόραση.
Πηγή: ygeia.tanea.gr