Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, η μεταβολή του κλίματος από το 1970 έχει προκαλέσει πάνω από 140.000 πρόσθετους θανάτους ετησίως.
Εκτός από τις επιπτώσεις του όζοντος στην ποιότητα του αέρα και του πόσιμου νερού, καθώς και τις συνέπειες στις γεωργικές καλλιέργειες, αρκετές θανατηφόρες ασθένειες, όπως η ελονοσία και όσες προκαλούν διάρροια, είναι ιδιαίτερα ευαίσθητες στην κλιματική αλλαγή.
Τα κλιματολογικά μοντέλα μοντέλα προβλέπουν ότι έως το 2060 οι περισσότεροι θάνατοι αυτού του είδους θα σημειωθούν στην Ισπανία, την Πορτογαλία, τη Γαλλία και το Βέλγιο, ενώ αντίθετα οι σκανδιναβικές και οι βαλτικές χώρες θα σημειώσουν μείωση θανάτων που σχετίζονται με το όζον και την κλιματική αλλαγή.
Το όζον είναι ένα διπρόσωπο αέριο. Όταν βρίσκεται ψηλά στη στρατόσφαιρα, δημιουργεί ένα προστατευτικό στρώμα που εμποδίζει την υπεριώδη ακτινοβολία να φθάσει στην επιφάνεια του πλανήτη μας. Όταν, όμως, το όζον βρίσκεται πιο χαμηλά στη γη, τότε είναι μία ρυπαντική ουσία που δρα σαν αέριο του θερμοκηπίου, συμβάλλοντας στην άνοδο της θερμοκρασίας.
Αν κανείς εισπνεύσει το όζον σε αυξημένες ποσότητες, αυτό λειτουργεί ως οξειδωτική ουσία που πλήττει το αναπνευστικό σύστημα, προκαλώντας πόνο στο στήθος, βήχα, ερεθισμό του λαιμού και αίσθημα ασφυξίας. Μπορεί να επιδεινώσει καταστάσεις όπως η βρογχίτιδα, το εμφύσημα και το άσθμα, καθώς επίσης να μειώσει τη γενικότερη λειτουργικότητα των πνευμόνων.