Δοσολογία
Σε απουσία δυσαπορρόφησης ή ασθένειας του γαστρεντερικού, δεν πρέπει να γίνεται υπέρβαση στις ακόλουθες κανονικές ημερήσιες λήψεις (από τροφές και συμπληρώματα). Η θεραπευτική δοσολογία δεν θα πρέπει να υπερβαίνει αυτά τα όρια, παρά μόνο όταν ο ασθενής βρίσκεται υπό ιατρική παρακολούθηση. Για παράδειγμα, στην κυστική ίνωση, μπορούν να δοθούν δόσεις 1200 – 3300 μg (4000 – 10000 Units).
Δράση
Η βιταμίνη Α είναι απαραίτητη για την φυσιολογική λειτουργία του αμφιβληστροειδούς και ιδιαιτέρως για την προσαρμογή της όρασης στο σκοτάδι, για τη διατήρηση της δομικής και λειτουργικής ακεραιότητας του επιθηλιακού ιστού και του ανοσοποιητικού συστήματος, για την κυτταρική διαφοροποίηση και διαίρεση, για την ανάπτυξη των οστών, για την λειτουργία των γεννητικών οργάνων, και την ανάπτυξη του εμβρύου. Επίσης η βιταμίνη Α μπορεί να ενεργεί σαν συμπαράγοντας σε βιοχημικές αντιδράσεις.
Μεταβολισμός
Η βιταμίνη Α απορροφάται εύκολα από το ανώτερο τμήμα του εντέρου (δωδεκαδάκτυλο και νήστιδα) μέσω ενός φορέα-μεσολαβητή. Για την απορρόφηση απαιτείται η παρουσία γαστρικών υγρών, χολικών αλάτων, παγκρεατικής και εντερικής λιπάσης, καθώς και πρωτεϊνικών και διαιτητικών λιπών.
Το ήπαρ περιέχει τουλάχιστον το 90% της αποθηκευμένης στο σώμα βιταμίνης Α (την ποσότητα που χρειάζεται ένας ενήλικας για περίπου δύο χρόνια). Μικρές ποσότητες είναι αποθηκευμένες στους νεφρούς και στους πνεύμονες.
Η βιταμίνη Α αποβάλλεται στην χολή και στα ούρα (ως μεταβολίτες). Εμφανίζεται και στο μητρικό γάλα. Η απορρόφησή της μειώνεται αισθητά με κατανάλωση τροφής πτωχής σε λίπη (<5g) και από την παρουσία υπεροξειδωμένων λιπών και άλλων οξειδωτικών παραγόντων μέσα στα τρόφιμα. Η έλλειψη πρωτεϊνών, βιταμίνης Ε, ψευδαργύρου και η μεγάλη κατανάλωση αλκοόλ επηρεάζουν την μεταφορά, την αποθήκευση και χρησιμοποίηση της βιταμίνης Α.
Η έλλειψη βιταμίνης Α είναι διαδεδομένη στα παιδιά των υπανάπτυκτων χωρών και γενικά συνδέεται με τον υποσιτισμό. Στα συμπτώματα της ανεπάρκειας περιλαμβάνονται:
Αδυναμία όρασης στο σκοτάδι.
Ξηροφθαλμία.
Ξηροδερμία και παρουσία ασυνέχειας στις δερματικές στοιβάδες.
Μεταπλασία και κερατινοποίηση των κυττάρων της αναπνευστικής οδού και άλλων οργάνων.
Αυξημένη ευαισθησία σε μολύνσεις του αναπνευστικού και ουροποιητικού συστήματος.
Περιστασιακά διάρροια και απώλεια της όρεξης.
Χρήσεις
Τα περισσότερα παιδιά ηλικίας από έξι μηνών έως πέντε χρονών, συνιστάται να λαμβάνουν συμπληρώματα βιταμινών Α και D, εκτός εάν μπορεί να διασφαλιστεί η επάρκειά της, από τη διατροφή τους.
Δεν υπάρχει καμία απόδειξη της αξίας της βιταμίνης Α σε προβλήματα των ματιών ή πρόληψης και θεραπείας μολύνσεων που δεν σχετίζονται με ανεπάρκεια βιταμίνης Α. Συμπληρώματα βιταμίνης Α σε κανονικές, ασφαλείς δόσεις δεν έχουν αποδεδειγμένα οφέλη σε δερματικά προβλήματα (π.χ. ακμή), όμως συνθετικά ρετινοειδή μπορούν να συνταγογραφηθούν γι’ αυτόν τον σκοπό.
Στην διεθνή βιβλιογραφία έχουν εμφανιστεί κατά περιόδους ανεξάρτητες μελέτες που υποδηλώνουν ότι η βιταμίνη Α μπορεί να είναι ευεργετική στο προεμμηνορυσιακό σύνδρομο, όμως αυτά τα αποτελέσματα δεν έχουν επιβεβαιωθεί σε τυχαίες δοκιμές.
Υπάρχουν πολύ λίγες ενδείξεις για κάποια ευεργετική επίδραση των συμπληρωμάτων της βιταμίνης Α πέρα από τις περιπτώσεις ανεπάρκειας. Τα διαθέσιμα στοιχεία για τον ρόλο της βιταμίνης Α στον καρκίνο σχετίζονται περισσότερο με τα καροτενοειδή παρά με την βιταμίνη Α γενικά.
Προφυλάξεις
Εγκυμοσύνη και θηλασμός
Υπερβολικές δόσεις βιταμίνης Α φαίνεται να προκαλούν τερατογενέσεις, αν και τα επίπεδα στα οποία συμβαίνει κάτι τέτοιο δεν έχουν επαρκώς καθοριστεί.
Ανεπιθύμητες ενέργειες
Με απλή δόση 300 mg ρετινόλης σε ενήλικες, 60 mg ρετινόλης σε παιδιά, ή 30 mg ρετινόλης σε βρέφη μπορεί να προκληθεί οξεία τοξικότητα. Τα σημεία και συμπτώματα είναι συνήθως παροδικά (συχνότερα εκδηλώνονται περίπου 6 ώρες μετά την πέψη της οξείας δόσης και εξαφανίζονται μετά από 36 ώρες) και περιλαμβάνουν: βαρεία κεφαλαλγία, στοματαλγία, αιμορραγικά ούλα, ζαλάδα, σύγχυση, έμετο, θολή όραση, ηπατομεγαλία, ευερεθιστότητα.
Όταν η ημερήσια πρόσληψη είναι >15 mg ρετινόλης σε ενήλικες και 6 mg σε βρέφη και νεαρά παιδιά, μπορεί να εμφανιστούν σημεία χρόνιας τοξικότητας.
Τα συμπτώματα μπορεί να περιλαμβάνουν: ξηροδερμία, δερματίτιδα, αποφολίδωση, δερματικό ερύθημα, εξάνθημα λεπιδοειδές δέρμα, διαταραχές της ανάπτυξης των μαλλιών, πόνους σε οστά και αρθρώσεις, υπεροστέωση, κεφαλαλγία, κόπωση, ευερεθιστότητα, αϋπνία, ανορεξία, ναυτία, έμετο, διάρροια, απώλεια βάρους, ηπατομεγαλία, ηπατοτοξικότητα, αυξημένη ενδοκρανιακή πίεση, υπερασβεστιαιμία (λόγω της αύξησης της λειτουργικότητας της αλκαλικής φωσφατάσης).
Τα εμφανιζόμενα σημεία και συμπτώματα ποικίλλουν ευρέως από άτομο σε άτομο. Τα περισσότερα εξαφανίζονται μέσα σε μία εβδομάδα, μετά την ελάττωση της πρόσληψης, αλλά οι αλλαγές στο δέρμα και στα οστά παραμένουν εμφανείς για πολλούς μήνες.
Η βιταμίνη Α αλληλεπιδρά και με το μεταβολισμό άλλων θρεπτικών συστατικών:
Σίδηρος: Σε ανεπάρκεια βιταμίνης Α ελαττώνονται τα επίπεδα σιδήρου στο πλάσμα.
Βιταμίνη C: Σε συνθήκες υπερβιταμίνωσης Α, τα επίπεδα βιταμίνης C στους ιστούς μπορεί να μειωθούν, ενώ αυξάνεται η απέκκριση βιταμίνης C στα ούρα. Η βιταμίνη C μπορεί να ελαττώσει τα τοξικά αποτελέσματα της βιταμίνης Α.
Βιταμίνη Ε: Μεγάλες δόσεις βιταμίνης Α αυξάνουν την ανάγκη για βιταμίνη Ε – Η βιταμίνη Ε ελαττώνει την οξειδωτική καταστροφή της βιταμίνης Α.
Βιταμίνη Κ: Σε συνθήκες υπερβιταμίνωσης Α, μπορεί να προκύψει υποθρομβιναιμία, η οποία διορθώνεται με χορήγηση βιταμίνης Κ.
Πηγή: mednutrition.gr