Την αιχμή του δόρατος των ερευνητών αποτελεί η νανοτεχνολογία, στην προσπάθεια να δημιουργηθεί το αντίπαλον δέος του καρκίνου. Μία από τις πρόσφατες εξελίξεις είναι η πειραματική χρησιμοποίηση νανοσκοπικών μεταλλικών φακών, οι οποίοι καταστρέφουν τα καρκινικά κύτταρα με υπέρυθρη ακτινοβολία, αφήνοντας ανέπαφα τα υγιή.
Τα παραπάνω αναφέρθηκαν, μεταξύ άλλων, χθες από τον ιατρικό διευθυντή μεγάλης εταιρείας βιοτεχνολογίας, κ. Κωνσταντίνο Καναβό, κατά τη διάρκεια του 1ου Διεθνούς Φόρουμ με θέμα «Βιοεπιστήμες και Καρκίνος», το οποίο πραγματοποιείται στην Αθήνα.
Αναφερόμενος στην πειραματική θεραπεία, σημείωσε ότι οι νανοσκοπικοί φακοί στοχεύουν επιλεκτικά τα καρκινικά κύτταρα. Χορηγούνται -εξήγησε- σε επιλεγμένα όργανα ή όγκους, μέσω της κυκλοφορίας του αίματος. Συλλέγουν υπέρυθρο φως και το μετατρέπουν σε θερμότητα, η οποία σκοτώνει τα καρκινικά κύτταρα.
Σύμφωνα με τον ομιλητή, σε εξέλιξη βρίσκεται έρευνα με νανοσωματίδια για την απόφραξη των αρτηριών σε ασθενείς με καρκίνο. Μοναδικού σχήματος και κατασκευής μόρια άνθρακα μεταφέρουν φάρμακα σε κύτταρα ή μόρια-στόχους. Με αυτόν τον τρόπο μεταφέρεται μεγαλύτερη ποσότητα φαρμάκου στον όγκο, βελτιώνοντας την αποτελεσματικότητα της θεραπείας.
Ο κ. Καναβός έκανε λόγο για σημαντικά βήματα στη χρησιμοποίηση καινοτόμων μεθόδων σε σοβαρές παθήσεις. Ενας από αυτούς -είπε-είναι οι βιολογικοί δείκτες, οι οποίοι χρησιμοποιούνται ήδη σε ασθενείς με καρκίνο.
Ο βιοδείκτης, όπως αναφέρεται σε δημοσίευμα της εφημερίδας «Έθνος του Σαββάτου», είναι ένα αντικειμενικό χαρακτηριστικό για κάθε ασθενή, με το οποίο μπορεί να μετρηθεί η ανταπόκρισή του σε κάποια θεραπευτική παρέμβαση. Ενας τέτοιος δείκτης μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη διάγνωση κινδύνου, την παρουσία της νόσου ή για τη χορήγηση εξατομικευμένης θεραπείας σε έναν ασθενή.
Προγνωστικοί βιοδείκτες χρησιμοποιούνται ήδη για την πρόγνωση της πορείας της νόσου (δείκτες βιολογικής εξέλιξης και βιοδείκτες κινδύνου).
Στη βιοτεχνολογική έρευνα συμμετέχουν και ελληνικά κέντρα, όπως το Ινστιτούτο Μοριακής Βιολογίας και Βιοτεχνολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, το Ερευνητικό Κέντρο «Αλέξανδρος Φλέμιγκ», το Ερευνητικό Κέντρο της Ακαδημίας Αθηνών και ο «Δημόκριτος».