Συνήθως, ενώ έχουν συμπτώματα ακράτειας δεν απαντάνε θετικά στην σχετική ερώτηση. Απαντούν όμως θετικά στην ερώτηση «όταν βήχετε έχετε ακράτεια ούρων;», σύμφωνα με αποτελέσματα έρευνας για την ακράτεια ούρων σε εμμηνοπαυσιακές γυναίκες που πραγματοποιήθηκε στην μαιευτική -γυναικολογική κλινική του Νοσοκομείου Νάουσας και παρουσιάζεται στο 8ο Μακεδονικό Ουρολογικό Συνέδριο που διεξάγεται στη Θεσσαλονίκη.
Εξάλλου έρευνα της Β΄ Ουρολογικής Κλινικής του ΑΠΘ και του Κέντρου Μελέτης Εγκράτειας και Παθήσεων Πυελικού Εδάφους, για τη διερεύνηση των δεδομένων που σχετίζονται με την αναζήτηση ιατρικής βοήθειας γυναικών με ακράτεια, έδειξε ότι μόνο οι μισές έχουν αναζητήσει ιατρική συμβουλή και ακόμη λιγότερες έχουν λάβει σύντομης διάρκειας αγωγή, συνήθως φαρμακευτική, παρόλο που ενοχλούνται τόσο από την ακράτεια όσο και από τα συνυπάρχοντα συμπτώματα του κατώτερου ουροποιητικού.
Η ενόχληση από τα συμπτώματα του κατώτερου ουροποιητικού, η συχνότητα των επεισοδίων ακράτειας και η ακράτεια ούρων κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής αυξάνουν σημαντικά τη πιθανότητα αναζήτησης θεραπείας για την ακράτεια ούρων.
Τα αποτελέσματα της έρευνας αυτής έδειξαν ότι οι περισσότερες γυναίκες προσδοκούν πλήρη ίαση της ακράτειας.
Επίσης από την έρευνα αυτή προέκυψε ότι μόνο το 65% των γυναικών ήταν σεξουαλικά ενεργές. Οι μισές περίπου (47%) ήταν δυσαρεστημένες από τη σεξουαλική τους λειτουργία.
Η έλλειψη σεξουαλικής επιθυμίας ήταν η συχνότερη αιτία (27,7%) αυτής της δυσαρέσκειας, ακολουθούμενη από την δυσπαρεύνεια (δηλαδή πόνο κατά τη σεξουαλική επαφή) (18,5%), την ανεπαρκή ύγρανση του κόλπου (17,4%) και την ακράτεια ούρων κατά τη συνουσία (15,2%). Η ακράτεια κατά τη σεξουαλική επαφή αύξανε σημαντικά την πιθανότητα ελαττωμένης σεξουαλικής επιθυμίας αλλά ταυτόχρονα αύξανε τη πιθανότητα αναζήτησης βοήθειας για την αντιμετώπιση της απώλειας ούρων
Η έλλειψη ενημέρωσης εμπόδιο για τη θεραπεία
Η έλλειψη ενημέρωσης για την ακράτεια και ο φόβος του στιγματισμού κρατούν τους ασθενείς μακριά από τη θεραπεία, η οποία μπορεί να επέλθει άμεσα με τη χρήση φαρμακευτικής αγωγής ή μια μικρή χειρουργική επέμβαση.
«Το περασμένο Ιούνιο που κάναμε μια μεγάλη καμπάνια για την ακράτεια ούρων διαπιστώσαμε ότι πολύς κόσμος δεν ήταν ενημερωμένος. Επικρατούσε ένα ταμπού, ένα στίγμα.
Ο κόσμος δεν ήθελε να προσέλθει στο γιατρό, δεν ήξερε ότι η πάθηση αυτή θεραπεύεται, ότι η πάθηση ανήκει στην ειδικότητα της ουρολογίας και γι΄ αυτό σήμερα στο πλαίσιο του συνεδρίου ενημερώνουμε το κοινό ώστε να το ευαισθητοποιήσουμε προκειμένου να προσέλθει στο γιατρό και με μια φαρμακευτική αγωγή ή με μία χειρουργική επέμβαση να γίνει καλά» ανέφερε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πρόεδρος της Ουρολογικής Εταιρείας Βορείου Ελλάδος, ουρολόγος Σταύρος Χαραλάμπους.
«Το 50% όλων των γυναικών από 18-88 ετών έχουν κάποιας μορφής ακούσια απώλεια ούρων, δηλαδή ακράτεια, ίσως όχι κάθε μέρα, ίσως όχι κάθε εβδομάδα, αλλά κάποια στιγμή θα τις απασχολήσει. Επομένως είναι ίσως το σοβαρότερο και σημαντικότερο ουρολογικό πρόβλημα στις γυναίκες, το οποίο είναι υποτιμημένο και κουκουλωμένο» επισήμανε από τη πλευρά του ο επίκουρος καθηγητής ουρολογίας στο ΑΠΘ αντιπρόεδρος της Ουρολογικής Εταιρείας Βορείου Ελλάδος, Γιώργος Δημητριάδης.
Στο ερώτημα πότε πρέπει να ανησυχήσει κανείς και να αποταθεί σε ουρολόγο ο κ Δημητριάδης δίνει την εξής απάντηση: «Σε κάθε περίπτωση που έχει κανείς ακούσια απώλεια ούρων, δηλαδή ακράτεια που δεν μπορεί να ελέγχει, θα πρέπει να πάει σε ουρολόγο.
Η ακράτεια χωρίζεται σε δύο μεγάλες κατηγορίες, την επιτακτικού τύπου ακράτεια, δηλαδή αυτή που συνδέεται με απότομη επιθυμία για ούρηση την οποία δεν μπορούμε να αναβάλουμε, και την ακράτεια κατά τη προσπάθεια, δηλαδή όταν βήχουμε, χορεύουμε, γελάμε κλπ.
Η πρώτη κατηγορία αντιμετωπίζεται κατά κανόνα φαρμακευτικά , η δεύτερη αντιμετωπίζεται χειρουργικά. Τα αποτελέσματα της φαρμακευτικής αγωγής είναι άμεσα και είναι εμφανή από την επόμενη ημέρα. Το ίδιο ισχύει και για τις χειρουργικές επεμβάσεις, που τώρα πλέον είναι μικρές. Υπάρχουν τεχνικές που έχουν απλουστεύσει σημαντικά τα πράγματα, οι επεμβάσεις είναι σχεδόν αναίμακτες με μικρές τομές και διάρκεια και αποτελεσματικές σε ποσοστό που ξεπερνά το 90%».