Ρευματικές παθήσεις, ένα Μεγάλο Κοινωνικό Πρόβλημα

6035D46848166EC664BB0B1E8CEE29DD.jpg

  Αν και οι ρευματοειδείς παθήσεις φαίνεται πως «απασχολούν» όλο και περισσότερους Έλληνες, το 87% των ασθενών του ελληνικού πληθυσμού όχι μόνο αγνοεί τις σύγχρονες θεραπευτικές ιδιότητές της Ρευματολογίας αλλά ακόμα και το τι ακριβώς εννοούμε με τον όρο ρευματικές παθήσεις. Αυτά τουλάχιστον ήταν τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξαν δύο πανελλαδικές έρευνες που πραγματοποίησε το Ελληνικό Ίδρυμα Ρευματολογίας (ΕΙΡΕ).

Σύμφωνα με αυτές, μόνο το 19% των ασθενών με ρευματοειδή αρθρίτιδα και το 13% των ασθενών με οροαρνητικές σπονδυλαρθρίτιδες, επισκέπτονται ρευματολόγους, όταν εμφανίζεται η νόσος, με αποτέλεσμα τη μη ορθή διάγνωση και τη μη εφαρμογή σωστής θεραπείας και, κατά συνέπεια, την πρόκληση μη αναστρέψιμων βλαβών στις αρθρώσεις, ή και σε άλλα όργανα, καθώς και την πρόκληση σοβαρών λειτουργικών διαταραχών ή αναπηρίας.

Τα συμπεράσματα αποτελέσματα των ερευνών, παρουσιάστηκαν κατά την 23η, κατά σειρά, Ημερίδα Ενημέρωσης του Κοινού για τις Ρευματικές Παθήσεις, με θέμα: «Ρευματικές παθήσεις: Ένα Μεγάλο Κοινωνικό Πρόβλημα», που πραγματοποίησε το Ελληνικό Ίδρυμα Ρευματολογίας την Κυριακή στο Δήμο Καλλιθέας.

Οι ρευματικές παθήσεις είναι πολύ συχνές και αποτελούν ένα μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα, καθώς 2.500.000 Έλληνες εμφανίζουν κάποια ρευματική πάθηση. Σύμφωνα με τα στοιχεία, που παρουσίασε η ρευματολόγος Μιχαέλα Μεράκου, σε σύγκριση με όλες τις άλλες ομάδες παθήσεων, τόσο στο σύνολο του γενικού πληθυσμού όσο και στον εργαζόμενο πληθυσμό ηλικίας 19-65 ετών, οι ρευματικές παθήσεις είναι το πιο συχνό αίτιο και ευθύνονται για το 40% των χρόνιων προβλημάτων υγείας, 50% της μακροχρόνιας λειτουργικής ανικανότητας (αναπηρικές συντάξεις), 25-30% των απουσιών από την εργασία και 20% της χρήσης υπηρεσιών υγείας (ιατρικές επισκέψεις, χρήση φαρμάκων).

Ο Ρευματολόγος, Καθηγητής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και Πρόεδρος του ΕΙΡΕ Αλέξανδρος Ανδριανάκος, μιλώντας για την «Πρόληψη και θεραπεία των ρευματικών παθήσεων», τόνισε ότι σήμερα είναι εφικτή η αποτελεσματική θεραπευτική αντιμετώπιση τους, η δραστική μείωση των δυσμενών τους επιπτώσεων και η βελτίωση της ποιότητας ζωής των ασθενών με δύο προϋποθέσεις: την έγκαιρη διάγνωση και την πρώιμη και ορθή θεραπευτική παρέμβαση.

Διαβάστε ακόμη...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *