Οι διαγνωστικοί έλεγχοι δεν σώζουν ζωές

EB1A72C95296555AA1286434581BD24C.jpg

  Πάνω από τα δύο τρίτα των διαγνωστικών εξετάσεων για καρκίνο δεν σώζουν τη ζωή των ασθενών, σύμφωνα με νέα επιδημιολογική επιστημονική έρευνα, με επικεφαλής τον καθηγητή Γιάννη Ιωαννίδη της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Στάνφορντ. Για μια ακόμη φορά, ο διακεκριμένος έλληνας επιστήμονας της διασποράς έρχεται με μια αιρετική μελέτη του να ταράξει τα νερά.

Οι ερευνητές, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο διεθνές περιοδικό επιδημιολογίας «International Journal of Epidemiology», σύμφωνα με τη Telegraph αξιολόγησαν δεδομένα από εννέα μετααναλύσεις και 45 κλινικές δοκιμές, που συνολικά αφορούσαν πάνω από 5,5 εκατομμύρια ανθρώπους για μια περίοδο έως 30 ετών.

Ο Ιωαννίδης και οι συνεργάτες του συμπέραναν πως στην πλειονότητά τους οι διαγνωστικοί έλεγχοι δεν σώζουν ζωές, γι’ αυτό οι άνθρωποι πρέπει να τρέφουν μικρότερες προσδοκίες για το πραγματικό όφελος από τα τεστ αυτά. Σε μερικές περιπτώσεις μάλιστα, όπως ο καρκίνος του προστάτη, οι διαγνώσεις μπορεί να κάνουν μάλλον κακό παρά καλό.

Οι ερευνητές επεσήμαναν πως μερικές φορές οι ασθενείς ωφελούνται στην πραγματικότητα από άλλα πράγματα, όπως η βελτίωση των αντικαρκινικών φαρμάκων, πράγμα που κάνει τα διαγνωστικά τεστ να φαίνονται πιο ωφέλιμα από ό,τι είναι πραγματικά.

Το ζήτημα αυτό είναι επίμαχο, καθώς πολλοί επιστήμονες και γιατροί επιμένουν πως όσο περισσότεροι διαγνωστικοί έλεγχοι γίνονται, τόσο το καλύτερο. Όμως η νέα μελέτη έρχεται να προστεθεί σε άλλες που συγκλίνουν στη διαπίστωση ότι η υπερβολική και περιττή διάγνωση τείνει να εξελιχτεί σε πρόβλημα, το οποίο μερικές φορές έχει επιπτώσεις για τους ανθρώπους.

Για παράδειγμα, σύμφωνα με μια αμερικανική έρευνα του 2012, σε κάθε γυναίκα που η ζωή της σώζεται από τον καρκίνο του μαστού χάρη στην έγκαιρη διάγνωση, αντιστοιχούν άλλες δέκα γυναίκες που υποβάλλονται σε μάλλον περιττές θεραπείες (ακτινοθεραπείες, χειρουργικές επεμβάσεις) εξαιτίας της διάγνωσης.

Αν και υπάρχουν στοιχεία ότι ορισμένοι διαγνωστικοί έλεγχοι σώζουν πράγματι ζωές (π.χ. οι κολονοσκοπήσεις μειώνουν έως 30% τους θανάτους από καρκίνο του εντέρου), οι ερευνητές δεν αποκλείουν τέτοια ποσοστά να είναι υπερεκτιμημένα.

Όπως επισημαίνουν, υπάρχουν πολλές πιθανές αιτίες για την σχετική αδυναμία των διαγνωστικών ελέγχων να μειώσουν τη θνησιμότητα, όπως το γεγονός ότι συχνά τα τεστ αυτά έχουν ανεπαρκή ευαισθησία για να πιάσουν την ασθένεια στα αρχικά στάδιά της ή ότι, παρά τη διάγνωση, απλούστατα δεν υπάρχει αποτελεσματική θεραπεία. Συνεπώς, είτε η διάγνωση είναι λανθασμένη, είτε ακόμη κι αν είναι σωστή, τελικά δεν βοηθά σημαντικά στην τελική έκβαση της νόσου.

Διαβάστε ακόμη...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *