Ο ύπνος προστατεύει έναντι του Αλτσχάιμερ

9D7C2D3779AC543829899F733A2F257A.jpg

  Οι οκτώ ώρες ύπνου δεν είναι απαραίτητες μόνο για την ξεκούραση του οργανισμού μας προκειμένου να βγάζουμε εις πέρας τις υποχρεώσεις μας, αλλά και για την υγεία του… μυαλού μας, λειτουργώντας προστατευτικά έναντι της εμφάνισης Αλτσχάιμερ σε μεγαλύτερες ηλικίες.

Ο ποιοτικός ύπνος στους νέους και μεσήλικες επιτρέπει την εδραίωση των αναμνήσεων στον εγκέφαλο, ενισχύοντας τη μνήμη και τη διαδικασία της μάθησης.

Σύμφωνα με μια πρόσφατη μελέτη, την οποία επικαλείται η βρετανική εφημερίδα Daily Mail σε δημοσίευμά της, ο καλός ύπνος στα πρώτα χρόνια της ζωής ενός ατόμου μπορεί να ενισχύσει την πνευματική υγεία και λειτουργία αργότερα στη ζωή του ατόμου, καθώς και να καθυστερήσει ή ακόμη και να βοηθήσει στην πρόληψη κατά της απώλειας μνήμης λόγω ηλικίας.

Ο διευθυντής του εργαστηρίου Sleep Neuroscience and Cognition Laboratory στο πανεπιστήμιο Baylor του Τέξας, Michael Scullin, μελέτησε έρευνες 50 ετών. «Είναι κάτι σαν μια πρώιμη επένδυση, αντί να προσπαθούμε να αντισταθμίσουμε τις επιπτώσεις αργότερα» είπε ο ίδιος και συνέχισε: «Βρήκαμε έρευνες που έδειχναν, ότι ο καλός ύπνος στη μεσήλικη ζωή μπορούσε να οδηγήσει σε βελτιωμένη πνευματική λειτουργία 28 χρόνια μετά».

Ο καλός ύπνος συνδέεται ακόμη και με τη γενικότερη καλύτερη κατάσταση της υγείας, με αυτούς που κοιμούνται αρκετά να έχουν αυξημένες πιθανότητες για καλύτερη διανοητική υγεία και λιγότερες πιθανότητες να γίνουν παχύσαρκοι, να εμφανίσουν υψηλή αρτηριακή πίεση, αυξημένα επίπεδα χοληστερόλης και διαβήτη τύπου 2 –παράγοντες που κάνουν τους ανθρώπους πιο επιρρεπείς στην απώλεια μνήμης.

Οι ερευνητές επιθεώρησαν περισσότερες από 200 μελέτες γύρω από τον ύπνο από το 1967 και συνέκριναν τα αποτελέσματά τους με άλλες μελέτες γύρω από τα εγκεφαλικά κύματα, την έλλειψη ύπνου και τα φάρμακα.

Σύμφωνα με τον καθηγητή Scullin, η έρευνα κατέδειξε τα «πρόδηλα οφέλη» του καλού ύπνου κατά τη διάρκεια της νύχτας, ειδικά στους νέους ανθρώπους ηλικίας 18-29 ετών.

Τα συμπεράσματα της μελέτης του δημοσιεύτηκαν στο Perspectives on Psychological Science.

Διαβάστε ακόμη...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *