Ο πληρέστερος μέχρι γενετικός «χάρτης» της παχυσαρκίας μπορεί να εξηγήσει διάφορα «μυστήρια» σε σχέση με το βάρος, όπως γιατί κάποιος παχαίνει, ενώ ένας άλλος όχι, παρόλο που τρώνε το ίδιο ή γιατί κάποιος είναι παχύσαρκος, αλλά παραμένει απολύτως υγιής. Ένας βασικός παράγοντας γι’ αυτά τα παράδοξα, είναι τα γονίδια, όπως δείχνει η μεγαλύτερη μέχρι σήμερα γενετική έρευνα του είδους, που φωτίζει το πολύπλοκο γενετικό υπόβαθρο της παχυσαρκίας και δείχνει ότι γι’ αυτήν δεν ευθύνεται μόνο ένα γονίδιο, αλλά πολλά και μάλιστα όχι τα ίδια σε όλους τους ανθρώπους. Δεν φαίνεται, λοιπόν, να υπάρχει κανένα καθοριστικό «γονίδιο της παχυσαρκίας» που να παίζει από μόνο του ρόλο – κλειδί.
Η μελέτη επιβεβαιώνει ότι μερικοί άνθρωποι κινδυνεύουν περισσότερο από άλλους, λόγω του DNA τους, να βάλουν παραπάνω κιλά. Τουλάχιστον το 20% των διαφορών βάρους μεταξύ των ανθρώπων μπορεί να αποδοθεί στα γονίδια. Το γενετικό υπόβαθρο εξηγεί γιατί ορισμένοι δυσκολεύονται τόσο πολύ να ελέγξουν το βάρος τους, όπως άλλοι άνθρωποι -επίσης λόγω γονιδίων- δεν μπορούν να σταματήσουν το τσιγάρο ή το αλκοόλ. Από την άλλη, είναι πιθανό ότι κάποιος, αν και παχύσαρκος, έχει γονίδια που τον προστατεύουν από τον διαβήτη και τις καρδιοπάθειες, παραμένοντας έτσι υγιής, παρά τα παραπανίσια κιλά του.
Οι ερευνητές της διεθνούς επιστημονικής κοινοπραξίας GIANT (Γενετική Έρευνα Ανθρωπομετρικών Χαρακτηριστικών), που έκαναν δύο ξεχωριστές δημοσιεύσεις στο περιοδικό «Nature», ανέλυσαν γενετικά δείγματα από περίπου 339.000 ανθρώπους. Εντόπισαν, έτσι, πάνω από 140 περιοχές στο ανθρώπινο γονιδίωμα (από τις οποίες πολλές ήσαν άγνωστες έως τώρα), οι οποίες παίζουν ρόλο τόσο στην αύξηση του βάρους, όσο και στο πού συσσωρεύεται το λίπος στο σώμα ενός υπέρβαρου ή παχύσαρκου ανθρώπου.
Η μεγάλη έρευνα συνιστά το πρώτο συντονισμένο διεθνές βήμα για την ανακάλυψη των επιμέρους γονιδίων που παίζουν ρόλο – κλειδί στην συσσώρευση και στην κατανομή του λίπους στον ανθρώπινο οργανισμό. Η παχυσαρκία έχει εξελιχθεί σε παγκόσμιο πρόβλημα δημόσιας υγείας. Αν και επιβαρύνει εκατομμύρια ανθρώπους, αυξάνοντας τον κίνδυνο για διάφορες παθήσεις, δεν υπάρχει ακόμη κάποια μακροπρόθεσμη θεραπεία της.
Η μία μελέτη, με επικεφαλής την καθηγήτρια γενετικής Κάρεν Μόλκε της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Β. Καρολίνα, εστίασε στις γενετικές αιτίες που τα παραπάνω κιλά σε αρκετούς ανθρώπους συγκεντρώνονται στην περιφέρεια της μέσης τους. Οι άνθρωποι αυτοί κινδυνεύουν περισσότερο με μεταβολικές διαταραχές, όπως ο διαβήτης τύπου 2, καθώς και με καρδιαγγειακά προβλήματα, σε σχέση με όσους ανθρώπους το λίπος συσσωρεύεται κυρίως στην περιοχή των γοφών ή σε όσους το παραπάνω βάρος κατανέμεται ομοιόμορφα στο σώμα τους.
Οι επιστήμονες έκαναν ένα ακόμη βήμα για να βρουν συγκεκριμένα γονίδια, τα οποία επηρεάζουν το πού ακριβώς στο σώμα θα εναποτεθεί το αυξημένο λίπος. Ήδη εντοπίστηκαν 20 τέτοιες περιοχές του γονιδιώματος και σχεδόν όλες επηρεάζουν περισσότερο τις γυναίκες παρά τους άνδρες.
Εντοπισμός νέων περιοχών
Η δεύτερη μελέτη, με επικεφαλής την επίκουρη καθηγήτρια ιατρικής Ελίζαμπεθ Σπηλιώτη του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν, εστίασε στο δείκτη σωματικής μάζας (την αναλογία βάρους – ύψους) και εντόπισε 97 γενετικές περιοχές που επηρεάζουν την παχυσαρκία, τριπλάσιες από όσες ήσαν γνωστές μέχρι σήμερα. Τα εμπλεκόμενα γονίδια σχετίζονται σε ένα βαθμό με το νευρικό σύστημα και κυρίως με τα σήματα του εγκεφάλου που ελέγχουν την όρεξη και την ενεργειακή κατανάλωση του σώματος.
«Δεν πηγαίνει κανείς στον νευρολόγο του για να συζητήσει το βάρος του. Όταν σκεφτόμαστε για την παχυσαρκία, γενικά δεν μας έρχεται στο μυαλό το νευρικό σύστημα. Όμως πρέπει μάλλον να αλλάξουμε τον τρόπο που σκεφτόμαστε για την παχυσαρκία, θεωρώντας την πλέον όχι απλώς μια μεταβολική διαταραχή, αλλά πιθανώς μια πάθηση και με νευρολογική βάση», δήλωσε η Ελίζαμπεθ Σπηλιώτη.
Όπως είπε επίσης η ίδια, «τα ευρήματά μας δείχνουν ξεκάθαρα ότι η προδιάθεση για παχυσαρκία και αυξημένο δείκτη σωματικής μάζας δεν οφείλεται σε ένα μεμονωμένο γονίδιο ή σε μια μόνο γενετική αλλαγή». Τόνισε ότι «ο μεγάλος αριθμός γονιδίων που εμπλέκονται, καθιστά λιγότερο πιθανό να υπάρξει μια μοναδική λύση που θα καταπολεμά την παχυσαρκία και θα είναι αποτελεσματική σε όλους».
Πάντως, παραμένει ακόμη μακρινός στόχος μια γονιδιακή θεραπεία της παχυσαρκίας μέσω νέων φαρμάκων, που θα επιβραδύνουν τον μεταβολισμό ή θα καταστέλλουν την όρεξη, όπως και ένα γενετικό τεστ που θα προβλέπει έγκαιρα τα άτομα υψηλού κινδύνου για παχυσαρκία.
Από ελληνικής πλευράς στις δύο μελέτες συμμετείχαν οι ερευνητές Μαρία Δημητρίου, Ιωάννα-Παναγιώτα Καλαφάτη και Γιώργος Δεδούσης του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου Αθηνών.
Εξάλλου, ένα ξεχωριστό άρθρο κορυφαίων ειδικών στην παχυσαρκία, που δημοσιεύθηκε στο έγκριτο ιατρικό περιοδικό «Lancet Diabetes & Endocrinology», επισημαίνει πως η παχυσαρκία δεν είναι δυνατό να αντιμετωπισθεί απλώς με συμβουλές του τύπου «τρώγε λιγότερο και κινήσου περισσότερο».
Όπως επισημαίνουν οι επιστήμονες, με επικεφαλής τον επίκουρο καθηγητή Κρίστοφερ Όχνερ της Ιατρικής Σχολής Icahn του Όρους Σινά στη Νέα Υόρκη, η παχυσαρκία ουσιαστικά είναι μια χρόνια πάθηση με βιολογικές κυρίως αιτίες, οι οποίες δεν μπορούν να θεραπευθούν απλώς με δίαιτα και γυμναστική.
Οι ειδικοί τονίζουν ότι αν και αρκετοί παχύσαρκοι άνθρωποι καταφέρνουν να χάσουν κιλά μέσα σε λίγους μήνες, οι περισσότεροι (το 80% έως 95%) τελικά ξαναπαίρνουν το χαμένο βάρος τους. Αυτή η περιορισμένη επιτυχία στην απώλεια βάρους οφείλεται στο ότι συγκεκριμένοι βιολογικοί -και γενετικοί- μηχανισμοί «σπρώχνουν» κάποιο άνθρωπο να καταναλώσει αυξημένες θερμίδες και να συσσωρεύσει λίπος στο σώμα του.
Έτσι, σύμφωνα με τον Κρίστοφερ Όχνερ, στην πραγματικότητα λίγοι άνθρωποι κατορθώνουν να ξεφύγουν από την παχυσαρκία τους σε βάθος χρόνου, καθώς είναι βιολογικά πολύ διαφορετικοί από τους συνομηλίκους τους, που δεν έχουν ίδια βιολογική – γενετική προδιάθεση για παχυσαρκία. Από την άλλη, η δίαιτα και η άσκηση βοηθάνε όντως αρκετούς ανθρώπους να αδυνατίσουν.