Η παγκόσμια πρόοδος για την καταπολέμηση της παχυσαρκίας προχωρά απελπιστικά αργά, με μία μόνο στις τέσσερις χώρες του πλανήτη να εφαρμόζουν πολιτικές υγιεινής διατροφής. Αυτό έχει ως συνέπεια οι ανθυγιεινές διατροφικές συνήθειες να κερδίζουν έδαφος, προειδοποιούν οι επιστήμονες σε μια σειρά ερευνών που δημοσιεύθηκαν σε αφιέρωμα του έγκριτου ιατρικού περιοδικού «The Lancet».
Πάντως, η Ελλάδα και η Τουρκία, χάρη στη μεσογειακή διατροφή, αναφέρονται ανάμεσα στις χώρες εκείνες που έχουν την υψηλότερη βαθμολογία στην υγιεινή διατροφή διεθνώς.
Σύμφωνα με το αφιέρωμα του «Lancet», που ανέλυσε την ποιότητα της διατροφής σχεδόν 4,5 δισεκατομμυρίων ενηλίκων σε 187 χώρες, η παγκόσμια κατανάλωση υγιεινών τροφίμων (π.χ. φρούτων και λαχανικών) έχει αυξηθεί κατά την τελευταία εικοσαετία, ιδίως στις ανεπτυγμένες χώρες. Όμως στις περισσότερες περιοχές του πλανήτη ακόμη μεγαλύτερη είναι η αύξηση στην κατανάλωση ανθυγιεινών τροφίμων, όπως το επεξεργασμένο κόκκινο κρέας και τα αναψυκτικά με ζάχαρη. Εν ολίγοις, το υγιεινό φαγητό, παρά τις προόδους του, τελικά χάνει την μάχη έναντι του ανθυγιεινού φαγητού.
Οι ειδικοί αναφέρουν, μεταξύ άλλων, πως σε λιγότερο από μια γενιά έχουν αυξηθεί δραματικά τα ποσοστά της παιδικής παχυσαρκίας παγκοσμίως, καθώς πολύ λίγες χώρες έχουν πάρει τα αναγκαία ρυθμιστικά μέτρα για να προστατεύσουν τα παιδιά. Σε χώρες όπως οι ΗΠΑ τα παιδιά ζυγίζουν σήμερα κατά μέσο όρο πέντε κιλά περισσότερα από ό,τι πριν από 30 χρόνια, ενώ πάνω από ένα στα τρία παιδιά είναι υπέρβαρο ή παχύσαρκο. Κατά μέσο όρο, σχετικά πιο υγιεινή διατροφή κάνουν σε όλο τον κόσμο οι γυναίκες (σε σχέση με τους άνδρες) και οι πιο μεγάλοι σε ηλικία (σε σχέση με τους πιο νέους).
«Η κατανόησή μας για την παχυσαρκία πρέπει να μπει σε τελείως νέα βάση, αν πρόκειται να ″φρενάρουμε″ και να αναστρέψουμε την παγκόσμια επιδημία παχυσαρκίας», δήλωσε η δρ Κριστίνα Ρομπέρτο της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ. Όπως είπε, «ο φαύλος κύκλος προσφοράς και ζήτησης ανθυγιεινών τροφίμων μπορεί να σπάσει με ″έξυπνες″ διατροφικές πολιτικές από τις κυβερνήσεις, μαζί με προσπάθειες από τις βιομηχανίες τροφίμων και την κοινωνία των πολιτών».
«Από τη μία, χρειάζεται να παραδεχτούμε ότι τα άτομα φέρουν εν μέρει ευθύνη για την υγεία τους και, από την άλλη, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι τα σημερινά διατροφικά περιβάλλοντα εκμεταλλεύονται τις βιολογικές, ψυχολογικές, κοινωνικές και οικονομικές αδυναμίες των ανθρώπων, καθιστώντας έτσι πιο εύκολο γι’ αυτούς να τρώνε ανθυγιεινά φαγητά», πρόσθεσε.
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, σχεδόν το 40% των ενηλίκων παγκοσμίως ήταν υπέρβαροι το 2014 και το 13% παχύσαρκοι. Περίπου 42 εκατομμύρια παιδιά κάτω των πέντε ετών ήταν υπέρβαρα ή παχύσαρκα το 2013. Το επιθετικό μάρκετινγκ φθηνών, αλλά όχι ιδιαίτερα υγιεινών προϊόντων από τις πολυεθνικές εταιρείες επιδεινώνει την κατάσταση. Γενικότερα, όπως επισημαίνεται, η βιομηχανία τροφίμων έχει «βάλει στο στόχαστρο» τα παιδιά ως καταναλωτές.
Οι επιστήμονες καλούν τις αρμόδιες Αρχές να επιβάλουν αυστηρότερη εποπτεία και ρυθμιστικούς ελέγχους σε όλη την αλυσίδα προμήθειας τροφίμων, καθώς και να προωθήσουν ένα διεθνή κώδικα μάρκετινγκ, που θα προστατεύει την υγεία των παιδιών. Μεταξύ άλλων, εισηγούνται να ελέγχεται η ποιότητα των τροφίμων που διατίθεται από τις καντίνες των σχολείων, να επιβληθούν αυξημένοι φόροι στα ανθυγιεινά τρόφιμα, να επιδοτηθεί η κατανάλωση υγιεινών τροφίμων από φτωχές οικογένειες και να καταστεί υποχρεωτική η αναλυτική σήμανση στις συσκευασίες των τροφίμων, ώστε να ασκηθούν πιέσεις στις βιομηχανίες για να κάνουν πιο υγιεινό το περιεχόμενο των προϊόντων τους.