Η διατήρηση του βάρους μετά το αδυνάτισμα

 
Σύμφωνα με το Μοντέλο Σταδίων Αλλαγής του Prochaska και των συνεργατών του, το πέμπτο και τελευταίο στάδιο στη διαδικασία τροποποίησης συμπεριφοράς ενός ατόμου είναι η διατήρηση της αλλαγής. Το στάδιο αυτό είναι και το πιο κρίσιμο, καθώς η μη διατήρηση της νέας συμπεριφοράς και ο υποτροπιασμός οδηγούν το άτομο πίσω, εκεί από όπου ξεκίνησε η όλη διαδικασία τροποποίησης της συμπεριφοράς του. Το ίδιο ισχύει, λοιπόν, και στη διαδικασία απώλειας σωματικού βάρους, όπου το στάδιο διατήρησης του νέου, χαμηλότερου σωματικού βάρους είναι πολύπλοκο και αυτό είναι που ουσιαστικά κρίνει το αποτέλεσμα. Μάλιστα, σύμφωνα με έρευνες, η διατήρηση της απώλειας 10% του σωματικού βάρους πέραν του ενός έτους είναι συχνά ανεπιτυχής, αφού το 35-80% των ατόμων δεν κατάφεραν να μην ανακτήσουν βάρος.

Ποιοι είναι όμως οι παράγοντες που επιδρούν στην ανάκτηση βάρους;


Η διατήρηση του σωματικού βάρους εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, είτε εξωτερικούς, είτε παράγοντες που σχετίζονται με το γενετικό υλικό κάθε ατόμου και τη φυσιολογία του ανθρώπινου σώματος. Παρακάτω αναλύονται κάποιοι από αυτούς τους παράγοντες:

Πολύ σημαντικό ρόλο στη διατήρηση του βάρους μετά το αδυνάτισμα παίζει το ισοζύγιο ενέργειας, η διατήρηση δηλαδή ισορροπίας μεταξύ της ενεργειακής δαπάνης και της ενεργειακής πρόσληψης. Η ενεργειακή δαπάνη αυξάνεται με τη σωματική άσκηση, η οποία έχει αποδειχθεί πολύτιμος βοηθός, τόσο στην απώλεια σωματικού βάρους, όσο και στη διατήρηση της απώλειας. Η ενεργειακή πρόσληψη καθορίζεται κυρίως από το αίσθημα της όρεξης και του κορεσμού. Υπάρχουν διάφορες ορμόνες που καθορίζουν τα αισθήματα αυτά, με πιο σημαντικές τη λεπτίνη και τη γρελίνη. Όπως φαίνεται και από τη βιβλιογραφία, υψηλά επίπεδα λεπτίνης και χαμηλά επίπεδα γρελίνης πριν την έναρξη απώλειας σωματικού βάρους σχετίζονται με καλύτερη διαχείρηση της απώλειας βάρους και μεγαλύτερες πιθανότητες διατήρησης του σωματικού βάρους.

Μετά το πέρας της διαδικασίας απώλειας βάρους, παρατηρείται μείωση του ποσοστού σωματικού λίπους στο άτομο και συνεπώς μειωμένη έκκριση λεπτίνης από τα κύτταρα του λιπώδους ιστού. Η μειωμένη έκκριση λεπτίνης φαίνεται ότι οδηγεί σε μειωμένη καταστολή του αισθήματος του κορεσμού και συνεπώς αυξημένο κίνδυνο για επανάκτιση βάρους. λόγω αυξημένης ενεργειακής κατανάλωσης. Από την άλλη μεριά, υπάρχουν έρευνες που έδειξαν αντίθετα αποτελέσματα σχετικά με το ρόλο των επιπέδων λεπτίνης στη διατήρηση του σωματικού βάρους. Όσον αφορά στη γρελίνη, τα επίπεδά της φαίνεται ότι αυξάνονται 6 μήνες μετά την απώλεια σωματικού βάρους και συνεπώς αυξάνεται το αίσθημα της πείνας στο διάστημα αυτό. Τα επίπεδα γρελίνης, όμως, φαίνεται ότι επανέρχονται στα αρχικά τους επίπεδα μετά το πέρας 12 μηνών, συνεπώς η συγκεκριμένη ορμόνη δεν επιδρά μακροπρόθεσμα στη διατήρηση του σωματικού βάρους.

Έρευνες έχουν δείξει πως άτομα με υψηλό Δείκτη Μάζας Σώματος, περιφέρεια μέσης ή μεγαλύτερο ποσοστό σωματικού λίπους ανακτούν μικρότερο ποσοστό του σωματικού τους βάρους σε διάστημα ενός έτους. Επίσης, το ποσοστό αύξησης σωματικού βάρους συσχετίστηκε αρνητικά με το Βασικό Μεταβολικό Ρυθμό των ατόμων, που σημαίνει πως άτομα με υψηλό Βασικό Μεταβολικό Ρυθμό έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να διατηρήσουν επιτυχώς την απώλεια βάρους.

Ο Βασικός Μεταβολικός Ρυθμός καθορίζεται κυρίως από την άλιπη μάζα (δηλαδή τη μυϊκή μάζα, την οστική μάζα και το νερό), συνεπώς φαίνεται πως η άλιπη μάζα επιδρά προστατευτικά στη διατήρηση του σωματικού βάρους. Ένας άλλος παράγοντας που φαίνεται να έχει επίδραση στην καλύτερη διαχείριση της απώλειας βάρους είναι η σύσταση της δίαιτας που ακολούθησαν τα άτομα. Δίαιτες χαμηλού γλυκαιμικού δείκτη ή/και υψηλές σε περιεκτικότητα πρωτεϊνών, φαίνεται να βελτιώνουν την ικανότητα των ατόμων να διατηρήσουν τo βάρος που έχασαν.

Κάθε άτομο, όμως, είναι διαφορετικό και κάθε οργανισμός αντιδρά διαφορετικά στην απώλεια βάρους και στη διατήρησή της. Η επίδραση του γενετικού υποβάθρου των ατόμων στην επιτυχή διατήρηση του σωματικού βάρους αποδεικνύεται από διάφορες μελέτες. Έχουν μελετηθεί κυρίως πολυμορφισμοί στα γονίδια της αντιπονεκτίνης, της λεπτίνης, του PPARγ και της περιλιπίνης, οι οποίοι φαίνεται να σχετίζονται με την επαναπρόσληψη βάρους.

Συνοπτικά, υπάρχουν κάποιες συμπεριφορές, που έχουν συσχετιστεί με επιτυχή διατήρηση του σωματικού βάρους. Πιο συγκεκριμένα, τα άτομα τα οποία δεν ανέκτησαν βάρος είναι εκείνα που εμφάνισαν το μεγαλύτερο ποσοστό απώλειας, εκείνα που ακολουθούσαν έναν υγιεινό τρόπο ζωής, χωρίς να παραλείπουν τη φυσική δραστηριότητα, σταθερό αριθμό γευμάτων, κατανάλωναν πρωινό γεύμα, και εκείνοι που κατάφεραν να ελέγξουν τυχόν υπερφαγικές συμπεριφορές.

Στο μυστικό της επιτυχίας έρχεται να προστεθεί η βαθιά κινητοποίηση του ατόμου και η θέλησή του να χάσει βάρος και να το διατηρήσει, η υποστήριξη από το περιβάλλον του, η αυτονομία και η ικανότητά του να διαχειριστεί καταστάσεις στρες και γενικότερα η ψυχική του δύναμη και σταθερότητα. Αντιθέτως, τα άτομα με ιστορικό φαινομένου «γιο-γιο», διατροφικών διαταραχών, συναισθηματικής κατανάλωσης τροφής (π.χ. κατανάλωση τροφίμων σε καταστάσεις άγχους ή στεναχώριας χωρίς να υπάρχει το αίσθημα της πείνας) και γενικότερα άτομα που αντιδρούν παθητικά στα προβλήματά τους φαίνεται ότι τείνουν να δυσκολεύονται στη διατήρηση της απώλειας βάρους.

Πηγή: mednutrition.gr

Διαβάστε ακόμη...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *