Η εξέταση για μέτρηση της βιταμίνης D και η θεραπεία υποκατάστασης δεν είναι για όλους

Οι μετρήσεις βιταμίνης D, που έχουν γίνει «μόδα», δείχνουν αυξημένη συχνότητα εμφάνισης ανεπάρκειας βιταμίνης D στον γενικό πληθυσμό. Χρειάζεται όμως να κάνουν όλοι εξέταση μέτρησης της βιταμίνης D και να πάρουν θεραπεία υποκατάστασης, σε περίπτωση που τα αποτελέσματα δείξουν ανεπάρκεια;

Η απάντηση στο ερώτημα είναι «όχι» και αυτό γιατί υπάρχουν συγκεκριμένες ενδείξεις για το ποιοι θα πρέπει να κάνουν μέτρηση και ποιοι θα πρέπει να πάρουν βιταμίνη D. «Η ανεπάρκεια της βιταμίνης D είναι ένα αρκετά συχνό φαινόμενο και επειδή αυτό το γνωρίζουν οι γιατροί διαφόρων ειδικοτήτων η μέτρησή της έχει γίνει της μόδας. Όμως η μέτρηση πρέπει να γίνεται βάσει των ενδείξεων και κριτηρίων που θέτουν οι διεθνείς οργανισμοί και αφορούν συγκεκριμένες κατηγορίες ασθενών. Όσον αφορά τους υγιείς ανθρώπους, που έχουν ανεπάρκεια βιταμίνης D, διεθνώς δεν έχει τεκμηριωθεί βιβλιογραφικά ότι θα έχουν όφελος αν πάρουν θεραπεία υποκατάστασης» επισημαίνει μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο ενδοκρινολόγος, ακαδημαϊκός υπότροφος στο Τμήμα Ενδοκρινολογίας Διαβήτη και Μεταβολισμού στην Α΄ Παθολογική Κλινική -Γ.Ν.Θ. ΑΧΕΠΑ, Σπύρος Καρράς.

Ποιοι πρέπει να κάνουν εξετάσεις μέτρησης της βιταμίνης D; Ποιά είναι τα κριτήρια επάρκειας; Ποιοι πρέπει να παίρνουν βιταμίνη D; Τι μπορεί να συμβεί αν κάποιος παίρνει βιταμίνη D χωρίς λόγο; Απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά δίνει ο κ. Καρράς, ο οποίος ήταν ομιλητής σε στρογγυλό τραπέζι με θέμα τη βιταμίνη D, το οποίο πραγματοποιήθηκε στο 27ο Ιατρικό Συνέδριο Ενόπλων Δυνάμεων.

Ποιοι πρέπει να κάνουν εξετάσεις μέτρησης βιταμίνης D;

Η μέτρηση βιταμίνης D αυξήθηκε εκθετικά τα τελευταία 15 χρόνια. Σύμφωνα με την Endocrine Society oı ενδείξεις μέτρησης συγκέντρωσης βιταμίνης D είναι συγκεκριμένες και πρέπει να γίνονται μόνο σε όσους πάσχουν από: παθήσεις των οστών (ραχίτιδα, οστερομαλακία, οστεοπόρωση), από χρόνιες παθήσεις των νεφρών, ηπατική ανεπάρκεια , σύνδρομα δυσαπορρόφησης (κυστική ίνωση, φλεγμονώδεις παθήσεις του εντέρου, νόσο του Crohn, βαριατρική χειρουργική, ακτινική εντερίτιδα) και υπερπαραθυρεοειδισμό. Επίσης πρέπει να γίνονται σε έγκυες και θηλάζουσες, σε ηλικιωμένους με ιστορικό πτώσεων ή καταγμάτων χαμηλής βίας, σε παχύσαρκα παιδιά και ενήλικες, σε ασθενείς και κοκκιωματώδεις νόσους και μερικά λεμφώματα καθώς και σε όσους κάνουν χρήση αντιεπιληπτικών, κορτικοστεροειδών, φαρμάκων κατά του AIDS, αντιμυκητιασικών, χολεστυραμίνης. Δεν υπάρχει ένδειξη για μέτρηση της συγκέντρωσης βιταμίνης D σε άτομα που δεν πάσχουν από αυτές τις παθήσεις”

Ποια είναι τα κριτήρια επάρκειας βιταμίνης D;

Σύμφωνα με την Endocrine Society επάρκεια θεωρείται συγκέντρωση μεγαλύτερη ή ίση με 30ng/ml, σχετική ανεπάρκεια 20-30 ng/ml, έλλειψη 10-20ng/ml και σοβαρή έλλειψη κάτω από 10ng/ml. Συγκέντρωση της 25(ΟΗ)D (25 ύδροξυ βιταμίνης D) κάτω από 10 ng/ml χαρακτηρίζεται ως κλινική υποβιταμίνωση, η οποία εκδηλώνεται με οστικά άλγη, κατάγματα και μυική αδυναμία. Όταν οι συγκεντρώσεις είναι κάτω από 10 ng/ml μπορεί να εμφανιστεί ραχίτιδα στα παιδιά και οστεομαλακία κατά τη μετέπειτα ζωή.

Ποιοι πρέπει να παίρνουν βιταμίνη D;

Στις περιπτώσεις όπου υπάρχει επίσημη ένδειξη να γίνει μέτρηση και βρεθεί ότι η συγκέντρωση είναι κάτω από 30 ng/ml, μπορούμε να δώσουμε θεραπεία υποκατάστασης. Aυτές οι συγκεντρώσεις ισχύουν για άτομα στα οποία συνυπάρχει τουλάχιστον μια νόσος από αυτές που αναφέρθηκαν στις ενδείξεις μέτρησης. Υπάρχει όμως και μια τεράστια μερίδα του γενικού πληθυσμού στους οποίους οι μετρήσεις δείχνουν μία συγκέντρωση ορού 25 ή 23 ή 21 ng/ml.

Αυτά τα επίπεδα φαίνεται να είναι τα συνήθη επίπεδα στον γενικό πληθυσμό και ειδικά στην ελληνική επικράτεια. Και για αυτό ακριβώς οι γιατροί τους λένε ότι έχουν ανεπάρκεια. Στην πραγματικότητα δεν έχει τεκμηριωθεί βιβλιογραφικά πρώτον ότι όντως έχουν ανεπάρκεια με την έννοια των κριτηρίων τα οποία υιοθετούμε για τον γενικό πληθυσμό που είναι το κάτω από 20 ng/ml. Και δεύτερον, έστω και αν βρούμε 18 ή 19 ng/ml, σε κάποιον που δεν έχει κάποιο πρόβλημα υγείας που να συνιστά ένδειξη για μέτρηση, δεν έχουμε λόγο να δώσουμε υποκατάσταση. Το πρόβλημα είναι ότι μπορεί να βρούμε μεγάλο επιπολασμό υποβιταμίνωσης D, αλλά δεν έχουμε τυχαιοποιημένες μελέτες σε αυτούς οι οποίοι δεν είναι ασθενείς που να έλαβαν υποκατάσταση και να είχαν κάπου θετικές εκβάσεις όσον αφορά τις μελέτες υποκατάστασης.

Οι μελέτες όπου βασίζεται η υποβιταμίνωση D είναι μελέτες παρατήρησης. Δηλαδή κάνουμε μετρήσεις σε μια συγκεκριμένη δεξαμενή ελληνικού γενικού πληθυσμού και βρίσκουμε ότι κατά μέσο όρο βιταμίνη D είναι 20 ng/ml. Αν σε αυτούς που είναι υγιείς, χωρίς να συνοδεύονται από τις ενδείξεις προς μέτρηση, δώσουμε υποκατάσταση, δεν έχουμε τεκμηριωμένες ενδείξεις ότι ωφελούνται κάπου. Είναι προβληματικό το να δώσουμε υποκατάσταση με βάση κάτι το οποίο διεθνώς βιβλιογραφικά δεν έχει ισχυρά δεδομένα ότι βελτιώνει κάτι. Αυτό είναι η όλη διελκυστίνδα και η ασάφεια που υπάρχει στο πεδίο.

Τι μπορεί να συμβεί αν κάποιος παίρνει βιταμίνη D χωρίς λόγο;

Ο αυξανόμενος ρυθμός λήψης βιταμίνης D χωρίς ιατρική συνταγή, π.χ. από το Ιντερνετ, και χωρίς ένδειξη ενδέχεται να οδηγήσει σε αύξηση των περιπτώσεων υπερβιταμίνωσης D. Είναι αποδεκτό ότι οι συγκεντρώσεις βιταμίνης D μέχρι 80 ng/ml είναι ασφαλείς για παιδιά και ενήλικες. Σε συγκεντρώσεις υψηλότερες 100 ng/ml παρατηρείται τοξική δράση. Αυτό συμβαίνει όταν η καθημερινή λήψη βιταμίνης D είναι μεγαλύτερη από 10.000 IU/ημέρα. Η υπερβιταμίνωση D είναι εξαιρετικά σπάνια λόγω λήψης τροφής ή έκθεσης στον ήλιο.

Διαβάστε ακόμη...