Εξακόσιοι νέοι καρκινοπαθείς απευθύνθηκαν στο Ιατρείο Πόνου του Θεαγενείου το 2014 για την αντιμετώπιση των επώδυνων επιπτώσεων της νόσου και σε αυτούς προστέθηκαν άλλοι 60 από τις αρχές του 2015 μέχρι σήμερα. Στη διάρκεια της περασμένης χρονιάς αντιμετωπίστηκαν στο Ιατρείο Πόνου, συνολικά 4.770 καρκινοπαθείς, ενώ, φέτος από την αρχή της χρονιάς 630. Η θετική εξέλιξη στην αντιμετώπιση του καρκινικού πόνου είναι ότι στις μέρες μας υπάρχουν πλέον αποτελεσματικά φάρμακα, που χορηγούνται από το στόμα, είναι χαμηλού κινδύνου και χαμηλού κόστους, ενώ οι επεμβατικές τεχνικές, που χρησιμοποιούνταν παλαιότερα, σήμερα εφαρμόζονται μόνο στο 5-10% των ασθενών οι οποίοι δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν διαφορετικά.
Τα παραπάνω επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, η διευθύντρια του Ιατρείου Πόνου του Θεαγενείου, Σουζάνα Ανίσογλου, η οποία δίνει σήμερα διάλεξη με θέμα «Θεραπευτική προσέγγιση στην αντιμετώπιση του καρκινικού πόνου», στο Ελληνικό Συνέδριο Υποστηρικτικής Αγωγής στην Ογκολογία, το οποίο διοργανώνει η Εταιρεία Ογκολόγων Παθολόγων Ελλάδας
«Ο καρκινικός πόνος είναι σύνθετος και μόνο ένας στους πέντε εμφανίζει μόνο ένα είδος πόνου. Συνήθως παρουσιάζουν περισσότερα είδη ταυτόχρονως. Ο πόνος δεν είναι μόνο ένα σύμπτωμα που απαιτεί την συμπόνια μας. Μπορεί να αποτελεί ένα απειλητικό νόσημα, που καταστρέφει το νευρικό σύστημα. Το παγκόσμιο δόγμα της ιατρικής στα 1990 ήταν: “κανένας άνθρωπος δεν θα πρέπει ποτέ να βασανίζεται από άσκοπο πόνο”. Τα αίτια του καρκινικού πόνου είναι είτε η ίδια η νόσος, δηλαδή o πόνος προκαλείται από οστικές μεταστάσεις, ή διηθήσεις σπλάχνων , νεύρων ή μαλακών μορίων, είτε από θεραπείες, δηλαδή οι χημειοθεραπείες οι ακτινοθεραπείας και οι χειρουργικές επεμβάσεις», εξηγεί η κ. Ανίσογλου . Παράλληλα, τονίζει ότι ο κάθε ασθενής είναι ειδική περίπτωση και χρειάζεται εξατομικευμένη αντιμετώπιση, ενώ συνιστά στους καρκινοπαθείς να απευθύνονται στα Ιατρείο Πόνου των νοσοκομείων για την καλύτερη ρύθμισή τους.
Η αντιμετώπιση του καρκινικού πόνου γίνεται με φάρμακα, με παρεμβατικές τεχνικές, είτε με μη παρεμβατικές τεχνικές. Τα φάρμακα μπορεί να είναι κοινά παυσίπονα, μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη, αντικαταθλιπτικά, αντισπασμωδικά ,μυοχαλαρωτικά ,οπιοειδή και καψαϊκίνη. Η φαρμακευτική αγωγή είναι αυστηρά εξατομικευμένη, προσαρμοσμένη στα μέτρα του ασθενούς. Οι παρεμβατικές τεχνικές είναι οι διηθήσεις, οι νευρικοί αποκλεισμοί νεύρων, η επισκληρίδιος έγχυση. Η ενδορραχιαία χορήγηση φαρμάκων ενδείκνυται: σε ασθενείς που δεν έχουν επαρκή αναλγησία με φάρμακα από άλλη οδό και σε ασθενείς που παρουσιάζουν ανεπιθύμητες ενέργειες από τα διάφορα φάρμακα
«Ο ακρογωνιαίος λίθος στην αντιμετώπιση του καρκινικού πόνου,είναι η φαρμακευτική αντιμετώπιση. Η φαρμακευτική αγωγή είναι αυστηρά εξατομικευμένη, προσαρμοσμένη στα μέτρα του ασθενούς. Ενώ πριν 25 χρόνια ήταν πιο συχνή η αναλγησία με επισκληρίδιο ή ενδοραχιαία έγχυση φαρμάκων , σήμερα υπάρχουν φάρμακα που είναι αποτελεσματικά στην ανακούφιση του πόνου και έχουν την μορφή χαπιού ή χορηγούνται ενδορινικά. Για τον ήπιο, έως μέτριο πόνο, χορηγούνται μη οποιοειδή αναλγητικά, όπως το ακετυλοσαλικιλικό οξύ, η παρακεταμόλη και τα μη στεροειδή αντιφλεμονώδη. Τα νεότερα, μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη, έχουν μηδενικές παρενέργειες στο γαστρεντερικό σύστημα, στον πηκτικό μηχανισμό, στους νεφρούς και στο κεντρικό νευρικό σύστημα. Στην αντιμετώπιση του μέτριου έως σοβαρού πόνου ακρογωνιαίος λίθος είναι τα οπιοειδή, τα οποία είναι αποτελεσματικά αλλά έχουν ανεπιθύμητες ενέργειες. Τέλος, υπάρχουν τα συνοδά φάρμακα των οποίων η πρωταρχική ένδειξη δεν είναι η αντιμετώπιση του πόνου και χρησιμοποιούνται στην αντιμετώπιση του πόνου που δεν ανταποκρίνεται στα παραδοσιακά αναγλητικά. Επιτρέπουν τη μείωση της δόσης των αναλγητικών με επακόλουθο την ελάττωση των παρενεργειών καθώς και την αντιμετώπιση άλλων συμπτωμάτων. Σε αυτή την κατηγορία ανήκουν τα διαφόρων ειδών αντικαταθλιπτικά, αντιεπιληπτικά,κορτικοστεροειδή, τοπικά αναισθητικά, βενζοδιαζεπίνες, νευροληπτικά, ψυχοδιεγερτικά, αντιισταμινικά, Α2 αγωνιστές (κλονιδίνη), η νιφεδιπίνη, η κεταμίνη, τα μυοχαλαρωτικά, η καλσιτονίνη, τα διφωσφωνικά, τα ραδιοϊσότοπα και η καψαϊκίνη», προσθέτει η κ Ανίσογλου.