Παρόλο που ο ύπνος είναι ζωτικός για την υγεία των εφήβων, οι τελευταίοι τον στερούνται όλο και περισσότερο. Μια νέα αμερικανική επιστημονική έρευνα επιβεβαιώνει ότι ο αριθμός των ωρών που κοιμούνται οι έφηβοι τα βράδια εμφανίζει συνεχή μείωση κατά την τελευταία εικοσαετία.
Οι ερευνητές της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Κολούμπια της Νέας Υόρκης, με επικεφαλής την επίκουρο καθηγήτρια επιδημιολογίας Κάθριν Κέις, που έκαναν τη δημοσίευση στο περιοδικό «Pediatrics» της Αμερικανικής Ακαδημίας Παιδιατρικής, μελέτησαν στοιχεία για τις συνήθειες του ύπνου άνω των 270.000 εφήβων κατά την περίοδο 1991-2012. Ως ελάχιστο όριο επαρκούς ύπνου τέθηκαν οι επτά ώρες το βράδυ.
Τα κορίτσια και τα παιδιά (και των δύο φύλων) από χαμηλότερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα είναι αυτά που εμφανίζουν αναλογικά το μεγαλύτερο πρόβλημα και είναι λιγότερο πιθανό να κοιμούνται συχνά τουλάχιστον επτά ώρες τα βράδια. Τα αγόρια και τα παιδιά από ανώτερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα συνήθως κοιμούνται περισσότερες ώρες.
Είναι αξιοσημείωτο ότι παρ’ όλο που τα παιδιά από οικογένειες με μικρότερη μόρφωση και χαμηλότερη εισόδημα, κοιμούνται γενικά λιγότερες ώρες, είναι επίσης αυτά που τα ίδια αναφέρουν ότι κοιμούνται αρκετά, εμφανίζοντας έτσι μια «ψαλίδα» ανάμεσα στον πραγματικό ύπνο τους και στην υποκειμενική τους αντίληψη γι’ αυτόν. Κατά την Κάθριν Κέις, αυτό δείχνει ότι οι έφηβοι αυτοί κρίνουν με μικρότερη ακρίβεια το πόσο κοιμούνται (ή όντως τούς είναι αρκετός ο λιγότερος ύπνος).
Την μεγαλύτερη μείωση στις ώρες ύπνου εμφανίζουν τα 15χρονα παιδιά, που έχουν το μικρότερο ποσοστό μεταξύ όσων κοιμούνται τακτικά επτά ώρες. Ενώ το 1991 το 72% των παιδιών ηλικίας 15 ετών κοιμούνταν συχνά τουλάχιστον επτά ώρες, το 2012 το ποσοστό αυτό είχε μειωθεί στο 63%.
Οι ειδικοί συστήνουν ότι το ιδανικό στην εφηβεία είναι τα παιδιά να κοιμούνται εννέα ώρες. Ο ανεπαρκής ύπνος έχει συσχετιστεί με διάφορα προβλήματα υγείας, μειωμένες επιδόσεις στο σχολείο, τάση για παχυσαρκία κ.α.
Οι επιστήμονες δεν έχουν βέβαιη εξήγηση για τη διαχρονική μείωση των ωρών του ύπνου κατά την εφηβεία. Θεωρούν όμως ότι δύο είναι οι βασικές αιτίες: η ολοένα συχνότερη χρήση του διαδικτύου και των κοινωνικών δικτύων μέσω των φορητών υπολογιστών και των κινητών τηλεφώνων, καθώς και η πίεση που νιώθουν τα παιδιά ενόψει των εξετάσεων για την είσοδό τους σε ανώτατη σχολή. Για ένα «δυνητικά σοβαρό πρόβλημα δημόσιας υγείας» έκαναν λόγο οι ερευνητές.