Τα αλμυρά τρόφιμα όχι μόνο δεν προκαλούν δίψα, αλλά συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο: τη σβήνουν. Αυτό υποστηρίζουν ερευνητές από το Γερμανικό Κέντρο Αεροδιαστημικής (DLR), το Κέντρο Μοριακής Ιατρικής «Max Delbrück» (MDL) και το πανεπιστήμιο Vanderbilt.
Για τις ανάγκες της έρευνας, η επιστημονική ομάδα με επικεφαλής τη δρ. Ναταλία Ρακόβα επιστράτευσε δύο ομάδες εθελοντών κοσμοναυτών αποτελούμενες από 10 κοσμοναύτες η καθεμία.
Στόχος ήταν να διερευνηθεί η σχέση μεταξύ πρόσληψης αλατιού και κατανάλωσης νερού στους εθελοντές κοσμοναύτες κατά τη διάρκεια ενός προγράμματος προσομοίωσης πτήσεων στον πλανήτη Άρη. Το ένα γκρουπ εξετάστηκε για 105 ημέρες και το δεύτερο για 205 ημέρες.
Τα αποτελέσματα επιβεβαίωσαν ότι η κατανάλωση περισσότερου αλατιού οδηγεί σε υψηλότερη περιεκτικότητα αλατιού στα ούρα και ότι υπάρχει μια συσχέτιση μεταξύ της ποσότητας του αλατιού και της συνολικής ποσότητας των ούρων.
Ωστόσο, η αύξηση αυτή δεν οφειλόταν σε μεγαλύτερη πρόσληψη υγρών. Στην πραγματικότητα, η αλμυρή διατροφή έκανε τους εθελοντές κοσμοναύτες να πίνουν λιγότερα υγρά. Όπως αποδείχτηκε, το αλάτι ενεργοποιούσε έναν μηχανισμό συγκράτησης του νερού στα νεφρά.
Πριν από τη μελέτη, οι επιστήμονες υπέθεταν ότι τα φορτισμένα ιόντα του νατρίου και του χλωρίου του αλατιού προσκολλώνται στα μόρια του νερού και τα τραβούν μαζί τους στα ούρα.
Τα νέα ευρήματα έδειξαν κάτι διαφορετικό: ότι το αλάτι μένει στα ούρα, ενώ το νερό μεταφέρεται πίσω στα νεφρά και στο σώμα.
Αυτό όμως ήταν εντελώς ακατανόητο για τους ερευνητές. Έτσι κατέφυγαν σε πειράματα με ποντίκια, τα οποία έδειξαν ότι η ουρία μπορεί να παίζει σε αυτό κάποιον ρόλο.
Αυτή η ουσία σχηματίζεται στους μυς και στο ήπαρ ως ένας τρόπος αποβολής του αζώτου. Στους ποντικούς η ουρία συγκεντρωνόταν στα νεφρά, όπου εξουδετέρωνε την ικανότητα του χλωρίου και του νατρίου να αποβάλλουν το νερό.
Αλλά η σύνθεση της ουρίας απαιτεί πολλή ενέργεια, γεγονός που εξηγεί γιατί τα ποντίκια έτρωγαν περισσότερο όταν η διατροφή τους ήταν υψηλής περιεκτικότητας σε αλάτι, κάτι που παρατηρήθηκε επίσης στους κοσμοναύτες.
Τα νέα ευρήματα ρίχνουν περισσότερο φως στον τρόπο που επιτυγχάνεται η ομοιόσταση του νερού, δηλαδή η διατήρηση της κατάλληλης ποσότητας και της ισορροπίας του στον οργανισμό. Η μελέτη δημοσιεύτηκε σε δύο άρθρα στην ιατρική επιθεώρηση «The Journal of Clinical Investigation».