Διατροφικές εξαρτήσεις!

Εξάρτηση, με τη θετική έννοια, χαρακτηρίζουμε μια συναισθηματική κατάσταση, η οποία γίνεται τόσο απαραίτητη και αναγκαία, όπου δύσκολα αποδεσμεύεται … κανείς από αυτήν, όπως η σχέση μητέρας και βρέφους. Από την άλλη, στην υπερβολή της, μπορεί να πάρει τη μορφή επαναλαμβανόμενης ψυχαναγκαστικής συμπεριφοράς ή συνήθειας, όπως χρήση ουσιών, αλκοόλ, τυχερά παιχνίδια, φαγητό.

Όλων των ειδών οι εξαρτήσεις, έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό τον εθισμό στην έκκριση της ορμόνης ντοπαμίνης ή αλλιώς «σύστημα επιβράβευσης ή ανταμοιβής» του εγκεφάλου, που μας παρέχει συναισθήματα ευφορίας και ενίσχυσης προς συγκεκριμένες δράσεις.

«Άτομα που εμφανίζουν διατροφικές εξαρτήσεις, είτε υπερφαγία, που οδηγεί συνήθως στην παχυσαρκία, είτε στη στέρηση τροφής, παρουσιάζουν την ίδια εγκεφαλική δραστηριότητα, όπως θα βλέπαμε και σε άλλες εξαρτήσεις» αναφέρει η ερευνήτρια Ashley Gearhardt σε πρόσφατη έρευνα στο πανεπιστήμιο του Yale.

Πιο συγκεκριμένα, οι επιστήμονες της ομάδας αυτής, διεξήγαγαν έρευνα που δείχνει ότι η εξάρτηση από το φαγητό είναι σημαντική σε έναν μεγάλο αριθμό ατόμων.

Μελετώντας τις εγκεφαλικές αντιδράσεις γυναικών, από υπερβολικά αδύνατες έως και παχύσαρκες, που έδειχναν να είναι εθισμένες στα τρόφιμα, φάνηκε ότι αυτές δεν μπορούσαν να αντισταθούν σε ένα γευστικό milkshake σοκολάτας, κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο με τον οποίο ένας αλκοολικός δεν έχει αυτοέλεγχο μπροστά σε ένα ποτήρι κρασί ή ένας χρήστης ναρκωτικών μπροστά στην ηρωίνη.

Είναι σημαντικό να σημειώσουμε και μία διαφορά. Στην περίπτωση του milkshake, η εγκεφαλική δραστηριότητα στα κέντρα που σχετίζονται με την απόλαυση δεν φάνηκε να μειώνεται όταν το δοκίμαζαν. Έμενε σταθερή, σε αντίθεση με την περίπτωση των ναρκωτικών, όπου ο χρήστης κάθε φορά που λαμβάνει την ουσία, φαίνεται να την απολαμβάνει όλο και λιγότερο.

Ο υποσιτισμός ή αφαγία (όπως πολύ συχνά αναφέρουν οι ασθενείς μας) που είναι αποτέλεσμα μιας στερητικής διατροφής, όπως συμβαίνει στην ψυχογενή ανορεξία, κινητοποιεί στον ασθενή ένα είδος ισχυρής θέλησης, αποφασιστικότητας και ικανοποίησης, κάτι που συμβαίνει στους χρήστες ουσιών, όπως η ηρωίνη.

Συχνά αυτοί οι ασθενείς αναφέρουν, ότι όσο πιο αυστηρή η δίαιτα, τόσο περισσότερο την επιθυμούν. Αυτό συμβαίνει, γιατί προκαλείται απελευθέρωση ενδορφινών (νευροδιαβιβαστές που επηρεάζουν την όρεξη και την ψυχική διάθεση), αλλά και άλλων ουσιών στον εγκέφαλο, που επιτρέπουν στα άτομα να νιώθουν ευχαρίστηση και να ανακουφίζονται από τον «πόνο» της στέρησης.

Παρομοίως, η υπερφαγία ή ακόμα και ο έμετος που χρησιμοποιούν οι βουλιμικοί ασθενείς σαν μέσο αντιστάθμισης της ενεργειακής πρόσληψης, μπορούν να ενεργοποιούν παραγωγή ενδορφινών, που επιβάλλουν μια ισχυρή ψυχική εξάρτηση, καθώς και μια ακατανίκητη επιθυμία για φαγητό, την οποία οι βουλιμικοί φαίνονται ανήμποροι να καταπολεμήσουν. Καθώς ένας άνθρωπος καταναλώνει μεγάλες ποσότητες ραφιναρισμένων υδατανθράκων (γλυκά και αμυλούχα προϊόντα), αυτές οι ναρκωτικές τροφές δημιουργούν έναν εσφαλμένο δείκτη κορεσμού στον εγκέφαλο, με αποτέλεσμα να οδηγείται προς την εξάρτηση.

Σύμφωνα με έρευνες, αλλά και στην κλινική πρακτική, είναι χαρακτηριστικό ότι στις διαταραχές πρόσληψης τροφής, υπάρχει μια συνεχής εξάρτηση με το φαγητό, χωρίς να υπάρχει συνήθως βιολογική πείνα. Με άλλα λόγια, η συναισθηματική πείνα υπερκαλύπτει τη βιολογική, αλλά πάντα υπάρχει κατανάλωση είτε μεγάλης είτε μικρής ποσότητας, διότι ο ασθενής το χρειάζεται σαν να λαμβάνει τη «δόση» του.

Αυτό γίνεται συνήθως για να καλύψει τα κενά της ψυχικής του κατάστασης (όπως το άγχος, τη μοναξιά, την ανία, το θυμό, τη θλίψη ή την κατάθλιψη, την απογοήτευση, την απόγνωση και τις ματαιώσεις της ζωής) και πολύ σπάνια γιατί υπάρχει ενεργειακό έλλειμμα στον οργανισμό ή πολύ απλά επειδή πεινάει.

Άλλη έρευνα, από το πανεπιστήμιο της Φλόριντα, έδειξε ότι τα παχύσαρκα άτομα θεραπεύονται πιο αποτελεσματικά με συνεδρίες στηριζόμενες στις θεωρίες που βοηθούν στις εξαρτήσεις από ότι με τις παραδοσιακές θεραπείες για την παχυσαρκία.

Επίσης, πρόσφατες έρευνες, έδειξαν ότι υπάρχουν άνθρωποι που, για γενετικούς λόγους, έχουν λιγότερους υποδοχείς ντοπαμίνης. Έτσι, ο εγκέφαλός τους δεν ικανοποιείται με μια φυσιολογική ποσότητα φαγητού και αναγκάζονται να αυξήσουν σημαντικά την ποσότητα, προκειμένου να λάβουν την ίδια ευχαρίστηση και ικανοποίηση.

Με άλλα λόγια, το φαγητό όντως μπορεί να γίνει εθιστικό, γι’ αυτό και θα πρέπει να βρίσκουμε τρόπους να μην μεταθέτουμε την ψυχοσύνθεσή μας στο πιάτο μας, όπως:

-Να αναγνωρίζουμε πότε πραγματικά πεινάμε. Σε αυτό θα μας βοηθήσει η τήρηση ενός ημερολογίου καταγραφής τροφής και συναισθημάτων.
-Να είμαστε «ανοιχτοί» σε νέα ενδιαφέροντα και δραστηριότητες, ώστε να «γεμίζει» η μέρα μας δημιουργικά.
-Η συστηματική φυσική δραστηριότητα βελτιώνει την υγεία και δημιουργεί ευφορία, ενώ παράλληλα αποφορτίζει από το άγχος.
-Ο ποιοτικός και επαρκής ύπνος, χαρίζει διάθεση για δραστηριότητες και μειώνει την καταθλιπτική διάθεση.
-Να μην έχουμε υπερβολικές απαιτήσεις από τον εαυτό μας και να δημιουργούμε ένα ασφαλές και ευχάριστο περιβάλλον διαβίωσης.
-Όσο νόστιμο και αν είναι το φαγητό μας, να είμαστε εμείς αυτοί που θα το ελέγξουμε- όχι το φαγητό εμάς

Πηγή: mednutrition.gr

Διαβάστε ακόμη...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *